-
1 κρόμμυον
A onion, Allium Cepa,κρομύοιο λοπόν Od.19.233
;κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630
, cf. Hdt.2.125, 4.17; freq. in Ar., Lys. 798, etc.; κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Bias ap.D.L.1.83.2 τὰ κ. the onion-market, Eup.304.II κ. σχιστόν, a variety of Allium Cepa, shallot, Thphr.HP7.4.7. (Written κρόμμυον in PCair.Zen.269.4, 300.3, PSI4.332.13, PPetr.3p.328 (all iii B. C.), freq. in codd. (confirmed by metre in Ar., etc.);κρόμυον Hom.
ll.cc. (perh. metri gr.), POxy.1584.23 (ii A. D.), Stud.Pal. 22.75.8 (iii A. D.), etc.: prob. assim. fr. κρέμμυον, cf. place-nameΚρεμμυών B.17.24
, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρόμμυον
См. также в других словарях:
κρέμμυον — κρέμμυον, τὸ (Α) βλ. κρόμμυον … Dictionary of Greek
κρόμμυο — το (AM κρόμμυον, Α και κρέμμυον και κρόμυον) κρεμμύδι αρχ. στον πληθ. τὰ κρόμμυα τόπος όπου πουλιούνται κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόμμυον συνδέεται με μέσο ιρλδ. crim, ουαλ. craf, αγγλοσαξ. hramsan, νέο άνω γερμ. rams και ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek