Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κοχλίς

См. также в других словарях:

  • κοχλίς — κοχλίς, ίδος, ἡ (Α) 1. μικρός κοχλίας, σαλιγκαράκι 2. πολύτιμος λίθος τής Αραβίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ις (πρβλ. ακατ ίς, κοιτ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • κοχλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλί — κοχλίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίδεσσιν — κοχλίς fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίδι — κοχλίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίδος — κοχλίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίδων — κοχλίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίσι — κοχλίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»