Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κοχλία

См. также в других словарях:

  • κοχλία — κοχλίᾱ , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom/voc/acc dual κόχλιας snail with a spiral shell masc voc sg κοχλίᾱ , κόχλιας snail with a spiral shell masc voc sg (attic) κοχλίᾱ , κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίᾳ — κοχλίαι , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κόχλιας snail with a spiral shell masc dat sg (attic doric aeolic) κοχλίαι , κοχλίας masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κοχλίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίας — κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc acc pl κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom sg (attic epic doric aeolic) κοχλίᾱς , κοχλίας masc acc pl κοχλίᾱς , κοχλίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίαν — κοχλίᾱν , κόχλιας snail with a spiral shell masc acc sg (attic epic doric aeolic) κόχλιας snail with a spiral shell masc acc sg κοχλίᾱν , κοχλίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κοχλίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίαο — κοχλίᾱο , κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg (epic doric) κοχλίᾱο , κοχλίας masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • σπείρωμα — το, Ν 1. σύρμα ή σχοινί περιτυλιγμένο ώστε να σχηματίζει σπείρες 2. τεχνολ. ελικοειδής αυλάκωση που περιλαμβάνει τον κορμό κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια περικοχλίου 3. τεχνολ. φρ. α) «αρσενικό σπείρωμα» σπείρωμα τού οποίου η… …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοτόμος — Εργαλειομηχανή που εκτελεί την κοχλιοτόμηση, δηλαδή την εκσκαφή της ελίκωσης ενός κοχλία κατά μήκος μιας κυλινδρικής επιφάνειας. Η κοχλιοτόμηση εφαρμόζεται στην εσωτερική ή στην εξωτερική επιφάνεια του κυλίνδρου. Η πρώτη εκτελείται με αρσενικό κ …   Dictionary of Greek

  • πρέσα — Εργαλειομηχανή κατάλληλη να παραραμορφώνει με βαθμιαία δράση συμπίεσης ένα υλικό και να το υποχρεώνει να πάρει την επιθυμητή μορφή. Η π. χρησιμοποιείται σε πολλές επεξεργασίες των μετάλλων ή των πλαστικών υλικών σφυρηλάτηση, εκτύπωση με καλούπι… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»