-
1 κοχλία
κοχλίᾱ, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc nom /voc /acc dualκόχλιαςsnail with a spiral shell: masc voc sgκοχλίᾱ, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc voc sg (attic)κοχλίᾱ, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc gen sg (doric aeolic)κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc nom sg (epic)κοχλίᾱ, κοχλίαςmasc nom /voc /acc dualκοχλίαςmasc voc sgκοχλίᾱ, κοχλίαςmasc voc sg (attic)κοχλίᾱ, κοχλίαςmasc gen sg (doric aeolic)κοχλίαςmasc nom sg (epic)κοχλίονneut nom /voc /acc pl——————κοχλίαι, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc nom /voc plκοχλίᾱͅ, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc dat sg (attic doric aeolic)κοχλίαι, κοχλίαςmasc nom /voc plκοχλίᾱͅ, κοχλίαςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
2 κοχλίᾳ
Βλ. λ. κοχλία -
3 κοχλίας
κοχλίᾱς, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc acc plκοχλίᾱς, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc nom sg (attic epic doric aeolic)κοχλίᾱς, κοχλίαςmasc acc plκοχλίᾱς, κοχλίαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
4 κοχλίαν
κοχλίᾱν, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc acc sg (attic epic doric aeolic)κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc acc sgκοχλίᾱν, κοχλίαςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)κοχλίαςmasc acc sg -
5 κοχλίαο
κοχλίᾱο, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc gen sg (epic doric)κοχλίᾱο, κοχλίαςmasc gen sg (epic doric) -
6 κοχλίαι
κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc nom /voc plκοχλίᾱͅ, κόχλιαςsnail with a spiral shell: masc dat sg (attic doric aeolic)κοχλίαςmasc nom /voc plκοχλίᾱͅ, κοχλίαςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
7 κόχλος
Grammatical information: m. (f.)Meaning: `shell-fish with a spiral shell, sea-, land-snail', also `purple-scnail, kohl' (E., Arist., Theoc.).Derivatives: Several diminutiveformations: κοχλίς f. (Luc., Man.); also name of an Arabic stone (Plin.); κοχλία = ξιφύδρια, `shell' (H.); κοχλίδιον (pap., Epict.), - άδιον (sch.). - Further: κοχλίας m. ` snail with spiral shell', often metaph. `waterscrew, spiral stair etc.' (com., Arist., hell.); Lat. LW coc(h)lea, cf. Ernout Aspects du vocab. latin 54f.; κοχλιός `id.' (Paul. Aeg., Aët., Gloss.); κόχλᾱξ m. = κάχληξ (LXX, Dsc.); Lat. LW coclāca (Orib. lat.; cf. Ernout l. c.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unclear κοχλιάξων (- άζων), - οντος m. kind of machine-screw (Orib.; after ἄξων?). - From Lat. coc(h)lear, - āris n. (from coc(h)lea) as backformation κοχλιάριον ` spoon', also as measure (Dsc., medic.); orig. name of a spoon, of which the sharp end was used to draw the snail from its shell; cf. W.-Hofmann s. coc(h)lear. Connection with κόγχος, κόγχη (s. v.) is evident; it has (Pre-Greek) prenasalization. Note also the vowel-variation in κόχλαξ\/ κά-.Page in Frisk: 1,937Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόχλος
-
8 λείμαξ
λείμαξ, - ακοςGrammatical information: ?Meaning: `snail', only H. s. λείμακες (cf. λειμών): ἕστι δε καὶ ζῶον ὅμοιον κοχλίᾳ, ὅ καλοῦσι λείμακα.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: With Lat. līmāx (Plaut.) `id.' identical (prob Greek LW [loanword]), but also with Slav., e. g. Russ. slimák `snake', so an āk-derivative of the m-stem in Germ. (OHG, OE, OWNo.) slīm `slime'; further Bq, WP. 2, 390, Pok. 663, W. -Hofmann s. līmāx, Vasmer s. slimák. But had IE a suffix - eh₂k-?Page in Frisk: 2,97Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείμαξ
См. также в других словарях:
κοχλία — κοχλίᾱ , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom/voc/acc dual κόχλιας snail with a spiral shell masc voc sg κοχλίᾱ , κόχλιας snail with a spiral shell masc voc sg (attic) κοχλίᾱ , κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλίᾳ — κοχλίαι , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κόχλιας snail with a spiral shell masc dat sg (attic doric aeolic) κοχλίαι , κοχλίας masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κοχλίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλίας — κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc acc pl κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom sg (attic epic doric aeolic) κοχλίᾱς , κοχλίας masc acc pl κοχλίᾱς , κοχλίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλίαν — κοχλίᾱν , κόχλιας snail with a spiral shell masc acc sg (attic epic doric aeolic) κόχλιας snail with a spiral shell masc acc sg κοχλίᾱν , κοχλίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κοχλίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλίαο — κοχλίᾱο , κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg (epic doric) κοχλίᾱο , κοχλίας masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
σπείρωμα — το, Ν 1. σύρμα ή σχοινί περιτυλιγμένο ώστε να σχηματίζει σπείρες 2. τεχνολ. ελικοειδής αυλάκωση που περιλαμβάνει τον κορμό κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια περικοχλίου 3. τεχνολ. φρ. α) «αρσενικό σπείρωμα» σπείρωμα τού οποίου η… … Dictionary of Greek
κοχλιοτόμος — Εργαλειομηχανή που εκτελεί την κοχλιοτόμηση, δηλαδή την εκσκαφή της ελίκωσης ενός κοχλία κατά μήκος μιας κυλινδρικής επιφάνειας. Η κοχλιοτόμηση εφαρμόζεται στην εσωτερική ή στην εξωτερική επιφάνεια του κυλίνδρου. Η πρώτη εκτελείται με αρσενικό κ … Dictionary of Greek
πρέσα — Εργαλειομηχανή κατάλληλη να παραραμορφώνει με βαθμιαία δράση συμπίεσης ένα υλικό και να το υποχρεώνει να πάρει την επιθυμητή μορφή. Η π. χρησιμοποιείται σε πολλές επεξεργασίες των μετάλλων ή των πλαστικών υλικών σφυρηλάτηση, εκτύπωση με καλούπι… … Dictionary of Greek
Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… … Dictionary of Greek