Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοχλοειδής

См. также в других словарях:

  • κοχλοειδής — κοχλοειδής, ές (AM) κοχλιοειδής. επίρρ... κοχλοειδῶς (Α) σαν το όστρακο τού κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

  • κοχλοειδής — conchoid masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλοειδῆ — κοχλοειδής conchoid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοχλοειδής conchoid masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοχλοειδής conchoid masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλοειδεῖς — κοχλοειδής conchoid masc/fem acc pl κοχλοειδής conchoid masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλοειδές — κοχλοειδής conchoid masc/fem voc sg κοχλοειδής conchoid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλοειδοῦς — κοχλοειδής conchoid masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλοειδῶς — κοχλοειδής conchoid adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»