Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κουταμάρες

См. также в других словарях:

  • άρες μάρες — φρ. «άρες μάρες κουκουνάρες ή κουταμάρες» ανοησίες (βλ. λ. αρά) …   Dictionary of Greek

  • άρρητος — η, ο (AM ἄρρητος, ον) ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος νεοελλ. άρρητα ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα μάραθα», «άρρατ αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα») αρχ. 1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός 2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός …   Dictionary of Greek

  • μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… …   Dictionary of Greek

  • Σιλβέστρ, Αρμάνδος — (Silvestre). Γάλλος συγγραφέας (1837 1901). Στην αρχή ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την ποίηση και έγραψε αξιόλογα ποιήματα, τα καλύτερα από τα οποία είναι Ποιήματα νέα και παλιά(1862), Η δόξα των αναμνήσεων (1872) και Το τραγούδι των ωρών… …   Dictionary of Greek

  • κουταμάρα — η βλακεία, χαζομάρα, απερισκεψία: Όλο κουταμάρες κάνεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»