-
1 κούρ'
κοῦραι, κόρηgirl: fem nom /voc pl (epic ionic)κοῦρε, κόρος 2boy: masc voc sg (epic ionic)κοῦρε, κοῦροςboy: masc voc sg -
2 κοῦρ'
κοῦραι, κόρηgirl: fem nom /voc pl (epic ionic)κοῦρε, κόρος 2boy: masc voc sg (epic ionic)κοῦρε, κοῦροςboy: masc voc sg -
3 κουρίζω
A to be a youth,σάκος.., ὃ κουρίζων φορέεσκε Od.22.185
, cf. A.R.1.195; to be a girl, Id.3.666;παῖς ἔτι -ίζουσα Call.Dian.5
, cf. Arat.32.II trans., bring up from boyhood or to manhood, .III κουρίζεσθαι· ὑμεναιοῦσθαι, Hsch.------------------------------------A clip, shear, [tense] aor. 1 κούριξαν· ἀπεκειραν, Id.:—[voice] Pass., κυπάρισσος ἡ κουριζομένη which sprouts when clipped, Thphr.HP2.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρίζω
-
4 κουρεακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεακός
-
5 κούρεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούρεος
-
6 κουρεύομαι
A take the tonsure, i.e. enter a monastery, of a nun, Just.Nov.134.10.1; have the hair cut, of four-year-old children, Sch.Nic.Al. 417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύομαι
-
7 κουρεύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύσιμος
-
8 κουρεύς
A barber, hair-cutter, Pl.R. 373c, Philyll.14, PMagd.15.1 (iii B. C.), Luc.Ind.29; ὁ κ. τὰς μαχαιρίδας λαβὼν ὑπὸ τῆς ὑπήνης κατακερεῖ—τὴν εἰσφοράν ( παρὰ προσδοκίαν for τὸ γένειον) Eup.278; as a purveyor of gossip, Plu.2.177a, 509a.II a bird, said to chirp with a sound as of clipping, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύς
-
9 κουρευτής
A barber, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρευτής
-
10 κουρευτικός
A = κουρεύσιμος, Sch.E.l.c.;μαχαιρίδια Olymp.Vit.Pl.p.3
W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρευτικός
-
11 κουρεύτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύτρια
-
12 κουρεύω
A v. κουρεύομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύω
-
13 κουρεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεών
-
14 κουρεῖον
A barber's shop, the lounging-place where news and scandal were picked up,καί τοι λόγος γ' ἦν.. πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ar.Pl. 338
, cf. Av. 1441;πόλλ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κ. ἐγὼ ἀτ όπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.180
, cf. Lys.24.20, D.25.52, AP6.307 (Phan.), Sammelb.6762.2 (iii B. C.); εἰς κ. 'to my barber's bill', Lys.32.20 (v.l.);ἐν κουρείοις ἢ μυροπωλίοις Phld.Ir. p.47
W.II κούρειον, proparox. (Hdn.Gr.1.372), victim offered for boys and feasted on by the φράτερες at the feast κουρεῶτις, S.Fr. 126, Is.6.22 ( κούριον codd.), IG22.1237.28, Inscr.Prien.362.13 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεῖον
-
15 κουρεῶτις
κουρ-εῶτις (sc. ἡμέρα, Hsch.;Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεῶτις
-
16 κουρήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρήϊος
-
17 κουρηϊών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρηϊών
-
18 κούρητες
II as pr.n., Κουρῆτες (Hdn.Gr.1.63, al.), [dialect] Dor. [full] Κωρῆτες, divinities coupled with Nymphs and Satyrs, K.θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες Hes.Fr. 198
; worshipped in Crete, ([place name] Hierapytna); Κωρῆσι τοῖς πρὸ καρταιπόδων ib.iv p.1036 ([place name] Gortyn); K.Διὸς τροφεῖς λέγονται Str.10.3.19
, cf. 11, E.Ba. 120 (lyr.), Orph.H.38.1, Fr. 151, etc.: prov., Κουρήτων στόμα, of prophecy, Zen.4.61. (Sg. only late, .)2 armed dancers who celebrated orgiastic rites, Str.10.3.7: hence used to translate Lat. Salii, D.H.2.70;Κουρήτων Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς E.Fr.472.14
(lyr.).3 at Ephesus, religious college of six members,συνέδριον Κουρήτων Ephes.2
No.83c, cf. SIG353.1 (iv B. C.), Str.14.1.20.III pr. n. of a people who fought with the Aetolians, Il.9.529, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούρητες
-
19 κουρητικός
A of or concerning the Κουρῆτες, τὰ K. treatises on the K., Str.10.3.7: hence, in Neo-Platonic theology, ministrant,ὁ πρῶτος πατὴρ καὶ ὁ τρίτος οὐ παράγει κ. τάξιν Dam.Pr. 278
;κ. θεότης Procl.in Ti.3.310
D.;κ. τάξις Id.Theol.Plat. 5.35
; κ. τριάς ibid. (here derived fr. Κούρη = Κόρη).II ὁ K. (sc. ποῦς) the Cretic, Sch.Ar.Nu. 651; the third paeon ([etym.] υυ-υ), Choerob. in Heph.p.218C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρητικός
-
20 κουρητισμός
κουρ-ητισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρητισμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοῦρ' — κοῦραι , κόρη girl fem nom/voc pl (epic ionic) κοῦρε , κόρος 2 boy masc voc sg (epic ionic) κοῦρε , κοῦρος boy masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαν Γκένεπ, Άρνολντ Κουρ — (Arnold Kurr Van Gennep, Λούντβισμπουργκ, Γερμανία 1873 – Επερνέ, Γαλλία 1957). Γερμανός εθνολόγος και λαογράφος που έζησε στη Γαλλία. Σοβαρός και οξυδερκής μελετητής, άρχισε με μερικές εργασίες εθνολογικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων κυρίως Οι… … Dictionary of Greek
εσωκουρίτης — ἐσωκουρίτης, ὁ (Μ) μοναχός που έχει καρεί και μένει σε κοινοβιακή μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + θ. κουρ (πρβλ. κουρά) + επίθημα ιτης (πρβλ. ενορ ίτης, συνορ ίτης)] … Dictionary of Greek
καφείο — το καφενείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κατάλ. είο (πρβλ. γραφ είο, κουρ είο)] … Dictionary of Greek
μοιχίδιος — μοιχίδιος, ία, ον (Α) μοιχικός, γεννημένος από μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ίδιος (πρβλ. κουρ ίδιος)] … Dictionary of Greek
νυμφίδιος — νυμφίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) νυφικός («νυμφιδίους εὐνάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + επίθημα ίδιος (πρβλ. κουρ ίδιος)] … Dictionary of Greek
περσέπολις — Μία από τις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, όπου σώζονται οι τάφοι των Περσών βασιλιάδων. Ιδρύθηκε από τον Δαρείο A΄ γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και επεκτάθηκε από τον γιο του Ξέρξη A΄ και τον Αρταξέρξη A΄. Ήταν χτισμένη στα Ν… … Dictionary of Greek
πιστωρείον — τὸ, Μ 1. μύλος για την άλεση δημητριακών 2. (κατ επέκτ.) αρτοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pistor, oris «μυλωνάς, αρτοποιός» + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιατρ είον, κουρ είον)] … Dictionary of Greek
τερθρεύς — έως, ὁ, Α (κυρίως ως κύριο όν.) ὁ Τερθρεύς (με ειρωνική σημ.) αυτός που χρησιμοποιεί σοφιστικά τεχνάσματα για να εξαπατήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα εύς (πρβλ. κουρ εύς)] … Dictionary of Greek
τζαγγράτωρ — ορος, ὁ, Ν (στον βυζ. στρατό) στρατιώτης οπλισμένος με τζάγγρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγρα «είδος τόξου ή όπλου» + κατάλ. άτωρ (< λατ. κατάλ. ator), πρβλ. κουρ άτωρ] … Dictionary of Greek
Ακαλτζίκ — (Ahalcihe). Πόλη (24.200 κάτ. το 2002), της Δημοκρατίας της Γεωργίας στην αριστερή όχθη του ποταμού Κουρ, κοντά στα τουρκικά σύνορα. Στο διάστημα 1579 1828 ήταν πρωτεύουσα της τουρκικής Αρμενίας. Παραχωρήθηκε στη Ρωσία με τη συνθήκη της… … Dictionary of Greek