Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κουρ-ίξ

См. также в других словарях:

  • κοῦρ' — κοῦραι , κόρη girl fem nom/voc pl (epic ionic) κοῦρε , κόρος 2 boy masc voc sg (epic ionic) κοῦρε , κοῦρος boy masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαν Γκένεπ, Άρνολντ Κουρ — (Arnold Kurr Van Gennep, Λούντβισμπουργκ, Γερμανία 1873 – Επερνέ, Γαλλία 1957). Γερμανός εθνολόγος και λαογράφος που έζησε στη Γαλλία. Σοβαρός και οξυδερκής μελετητής, άρχισε με μερικές εργασίες εθνολογικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων κυρίως Οι… …   Dictionary of Greek

  • εσωκουρίτης — ἐσωκουρίτης, ὁ (Μ) μοναχός που έχει καρεί και μένει σε κοινοβιακή μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + θ. κουρ (πρβλ. κουρά) + επίθημα ιτης (πρβλ. ενορ ίτης, συνορ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • καφείο — το καφενείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κατάλ. είο (πρβλ. γραφ είο, κουρ είο)] …   Dictionary of Greek

  • μοιχίδιος — μοιχίδιος, ία, ον (Α) μοιχικός, γεννημένος από μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ίδιος (πρβλ. κουρ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • νυμφίδιος — νυμφίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) νυφικός («νυμφιδίους εὐνάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + επίθημα ίδιος (πρβλ. κουρ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • περσέπολις — Μία από τις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, όπου σώζονται οι τάφοι των Περσών βασιλιάδων. Ιδρύθηκε από τον Δαρείο A΄ γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και επεκτάθηκε από τον γιο του Ξέρξη A΄ και τον Αρταξέρξη A΄. Ήταν χτισμένη στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • πιστωρείον — τὸ, Μ 1. μύλος για την άλεση δημητριακών 2. (κατ επέκτ.) αρτοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pistor, oris «μυλωνάς, αρτοποιός» + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιατρ είον, κουρ είον)] …   Dictionary of Greek

  • τερθρεύς — έως, ὁ, Α (κυρίως ως κύριο όν.) ὁ Τερθρεύς (με ειρωνική σημ.) αυτός που χρησιμοποιεί σοφιστικά τεχνάσματα για να εξαπατήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα εύς (πρβλ. κουρ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • τζαγγράτωρ — ορος, ὁ, Ν (στον βυζ. στρατό) στρατιώτης οπλισμένος με τζάγγρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγρα «είδος τόξου ή όπλου» + κατάλ. άτωρ (< λατ. κατάλ. ator), πρβλ. κουρ άτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Ακαλτζίκ — (Ahalcihe). Πόλη (24.200 κάτ. το 2002), της Δημοκρατίας της Γεωργίας στην αριστερή όχθη του ποταμού Κουρ, κοντά στα τουρκικά σύνορα. Στο διάστημα 1579 1828 ήταν πρωτεύουσα της τουρκικής Αρμενίας. Παραχωρήθηκε στη Ρωσία με τη συνθήκη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»