-
101 εὐέθειρα
εὐέθειρα, fem. Adj.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέθειρα
-
102 Καλλιόπη
A Calliope, the beautiful-voiced, name of the Epic Muse, Hes.Th.79, h.Hom.31.2, Sapph.82, etc.; ἡμετέρη Κ. my Muse, Call.Aet.3.1.77:—also [full] Καλλιόπεια, AP4.3b.61 (Agath.): as Adj., κούρᾳ καλλιόπᾳ, of Echo, Theoc. Syrinx19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καλλιόπη
-
103 κιναιδώδης
κιναιδ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναιδώδης
-
104 κορσόω
κορσ-όω, (cf. κουρά, κείρω)A = κείρειν, Hsch.; cf. ἀεικορσώσασθαι, ἀκόρσωτον, ἀποκορσόομαι. -
105 κουρεύομαι
A take the tonsure, i.e. enter a monastery, of a nun, Just.Nov.134.10.1; have the hair cut, of four-year-old children, Sch.Nic.Al. 417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύομαι
-
106 κουρεῖον
A barber's shop, the lounging-place where news and scandal were picked up,καί τοι λόγος γ' ἦν.. πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ar.Pl. 338
, cf. Av. 1441;πόλλ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κ. ἐγὼ ἀτ όπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.180
, cf. Lys.24.20, D.25.52, AP6.307 (Phan.), Sammelb.6762.2 (iii B. C.); εἰς κ. 'to my barber's bill', Lys.32.20 (v.l.);ἐν κουρείοις ἢ μυροπωλίοις Phld.Ir. p.47
W.II κούρειον, proparox. (Hdn.Gr.1.372), victim offered for boys and feasted on by the φράτερες at the feast κουρεῶτις, S.Fr. 126, Is.6.22 ( κούριον codd.), IG22.1237.28, Inscr.Prien.362.13 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεῖον
-
107 κουρεῶτις
κουρ-εῶτις (sc. ἡμέρα, Hsch.;Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεῶτις
-
108 κούρη
-
109 κουρίζω
A to be a youth,σάκος.., ὃ κουρίζων φορέεσκε Od.22.185
, cf. A.R.1.195; to be a girl, Id.3.666;παῖς ἔτι -ίζουσα Call.Dian.5
, cf. Arat.32.II trans., bring up from boyhood or to manhood, .III κουρίζεσθαι· ὑμεναιοῦσθαι, Hsch.------------------------------------A clip, shear, [tense] aor. 1 κούριξαν· ἀπεκειραν, Id.:—[voice] Pass., κυπάρισσος ἡ κουριζομένη which sprouts when clipped, Thphr.HP2.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρίζω
-
110 κουρικός
A for cutting the hair, : as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb. 4292; (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρικός
-
111 κούριμος
3 as Subst., ἡ κούριμος Tragic mask for mourners, with the hair cut close, AP7.37 (Diosc.), cf. Poll.4.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούριμος
-
112 κουρίξ
-
113 κουρίς
-
114 ξυρήκης
A keen as a razor, X.Cyn.10.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυρήκης
-
115 πένθιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένθιμος
-
116 περιτρόχαλος
περιτρόχ-ᾰλος, ον,A = περίτροχος : neut. pl. as Adv., περιτρόχαλα κείρεσθαι to have one's hair clipped round about, Hdt.3.8, Plu.2.261f; κουρὰ π. Phot. s.v. σκάφιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτρόχαλος
-
117 πίναξ
A board, plank,πίνακάς τε νεῶν Od.12.67
;εὐγόμφοισιν.. πινάκεσσιν Opp.H.1.194
, cf. πινακηδόν; πίνακος κουρά sawdust, Hsch.: hence of things made of flat wood, metal, etc.,1 drawing- or writing-tablet, = δέλτος, γράψας ἐν π. πτυκτῷ Il.6.169;πίναξιν.. ἐγγεγραμμένα A.Supp. 946
;πινάκων ξεστῶν δέλτοι Ar.Th. 778
;ἐν χρυσῷ π. γράψαντες Pl.Criti. 120c
, cf. R. 501a; of a votive tablet hung on the image of a god, A.Supp. 463, cf. Arist.Pol. 1341a36, IG42(1).121.24(Epid., ivB. C., pl.), Herod.4.19, Str.8.6.15(pl.), etc.; Πίνακες tables or catalogues of authors, name of a work by Callimachus, D.L. 8.86, cf. Ath.6.244a, 13.585b, Suid. s.v. Καλλίμαχος; lists of philosophers, Plu.Sull.26;αἵ τ' ἀναγραφαὶ τῶν π. αἵ τε βυβλιοθῆκαι Phld. Sto.339.13
.2 trencher, platter,κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.141
, cf. 16.49; ἐπ' ἀργυροῦ π. Philippid.9.4;π. χαλκοῦς Ath.4.128d
; salver,πίνακα.. μέγαν, ἔχοντα μικροὺς πέντε πινακίσκους Lync.1.5
, cf. 17,19;πίνακες ὑέλινοι Aët.7.106
.3 board for painting on, picture, Simon.178, Anaxandr.33.2;π. οἱ γραφόμενοι Thphr.HP5.7.4
, cf. IG 11(2).161A75 (Delos, iii B. C.).4 generally, plate with anything drawn or engraved on it, χάλκεος π., of a map, Hdt.5.49, cf. Plu. Thes.1; π. γεωγραφικός, first made by Anaximander, Str.1.1.11.5 board or tablet on which astronomical tables were drawn, ἡ περὶ πίνακα μέθοδος the art of casting nativities, Plu.Rom.12; ἀγυρτικοὶ π. Id.Comp.Arist.Cat.3, cf.πινάκιον 11.3
.b prov., ἐκ πίνακος καὶ πυλαίας, of a trivial fiction, Id.2.386b.6 public notice-board or register,π. ἐκκλησιαστικός D.44.35
, etc.; but δαμόσιος π. public archive, SIG 671A15 (Delph., ii B. C.). -
118 σύγκασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκασις
-
119 χρυσόπεπλος
χρῡσό-πεπλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόπεπλος
-
120 ἀγρότης
II ([etym.] ἄγρα) hunter,οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218
, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. [full] ἀγρότις,νύμφη A.R.2.509
; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρότης
См. также в других словарях:
κουρά — κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc/acc dual (attic ionic) κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) κουράς painting on a ceiling fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρα — κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾷ — κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρᾳ — κούρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — η (λ. ιταλ.) 1. ιατρική περίθαλψη, δίαιτα, νοσηλεία: Κάνω κούρα. 2. ιατρική επίσκεψη: Χρωστάω στο γιατρό πέντε κούρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρᾶ — κουρεύς barber masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράων — κουρά̱ων , κόρη girl fem gen pl (epic ionic aeolic) κουρά̱ων , κουρά cropping fem gen pl (attic epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾶι — κουρᾷ , κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράν — κουρά̱ν , κουρά cropping fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)