-
1 κουρεῖον
A barber's shop, the lounging-place where news and scandal were picked up,καί τοι λόγος γ' ἦν.. πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ar.Pl. 338
, cf. Av. 1441;πόλλ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κ. ἐγὼ ἀτ όπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.180
, cf. Lys.24.20, D.25.52, AP6.307 (Phan.), Sammelb.6762.2 (iii B. C.); εἰς κ. 'to my barber's bill', Lys.32.20 (v.l.);ἐν κουρείοις ἢ μυροπωλίοις Phld.Ir. p.47
W.II κούρειον, proparox. (Hdn.Gr.1.372), victim offered for boys and feasted on by the φράτερες at the feast κουρεῶτις, S.Fr. 126, Is.6.22 ( κούριον codd.), IG22.1237.28, Inscr.Prien.362.13 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεῖον
См. также в других словарях:
πιστωρείον — τὸ, Μ 1. μύλος για την άλεση δημητριακών 2. (κατ επέκτ.) αρτοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pistor, oris «μυλωνάς, αρτοποιός» + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιατρ είον, κουρ είον)] … Dictionary of Greek