-
1 κοτυλών
-
2 κοτυλῶν
-
3 κοτύλων
κότυλοςmasc gen plκοτύλωνnickname of a toper: masc nom /voc sg -
4 κοτύλων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτύλων
-
5 κοτύλωνα
κοτύλωνnickname of a toper: masc acc sg -
6 κοτύλη
κοτύλ-η, ἡ,1 small vessel, cup, Il.22.494, Od.15.312, 17.12, Ar.Fr. 350, cf. Ath.11.478d: prov., πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου ib.e, Zen.5.71.b metaph., = κοτύλων, D.H.19.5.2 cup or socket of a joint, esp. of the hip-joint,κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306s
q., cf. Hp.Loc. Hom.6, Gal.18(2).519; also, socket of the arm, Hp.Art.7.3 liquid measure, containing 6 κύαθοι or a 1/2 ξέστης, i.e. nearly a 1/2 pint, Hdt.6.57, Th.4.16, 7.87, Ar.Pl. 436; κ. Ἀττική, Αἰγινητική, Hp.Epid. 7.3, Nat.Mul.33.b dry measure,ἀλφίτων.. τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ar.Fr. 465
;ἀλφίτων κ. μίαν Alex.221.17
; prob. also a smaller measure, perh. = τρύβλιον, ὀξύβαφον, Hp.Mul.1.6.5 = κοτυληδών 1, Luc.DMar.4.3.6 in pl., cymbals,χαλκόδετοι κ. A.Fr.57.6
(anap.). -
7 νόμισμα
A anything sanctioned by current or established usage, custom,Ἑλληνικὸν ν. A.Th. 269
, cf. E.IT 1471; institution,οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστε S.Ant. 296
;θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ ἔστι Ar.Nu. 248
, with a play on signf. 11 (do not pass current with us).II esp. current coin, ν. κόψαι or κόψασθαι, coin money, Hdt.3.56, 4.166;τἀρχαῖον ν. Ar.Ra. 720
;ν. σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Pl.R. 371b
, cf. Arist.EN 1133b11, Pol. 1257a11, D.L.6.20;τάλαντα νομίσματος And.3.8
;ν. ἡμεδαποῦ IG12.91.4
;τὸ ἐπιχώριον ν. PCair.Zen.21.12
(iii B.C.): pl. pieces of money, coins,Hdn.
1.9.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμισμα
-
8 κοτύλη
Grammatical information: f.Meaning: `bowl, dish, small cup' (Il.; on the meaning Brommer Herm. 77, 358 a. 366), also as measure for liquid and dry = 6 κύαθοι or = 1\/2 ξέστης (IA.), metaph. `socket, esp. of the hip-joint' (Il., Hp.), `cymbals' (pl., A.); (Hom. Epigr., com.).Other forms: also κότυλος m. `id.'Compounds: Compp., e. g. κοτυλ-ήρυτος `to be scooped with cups' (Ψ 34), ἡμι-κοτύλη `a half κ.' (pap.), δι-κότυλος `measuring two κ.' (Hp., pap.).Derivatives: Diminut. κοτυλίς ` socket' (Hp.), κοτυλίσκος, - ίσκη, - ίσκιον `small cup' (com.), κοτυλίδιον (Eust.). - κοτυληδών, - όνος f. name of diff. cup-like hollows (on the formation Chantraine Formation 361), e. g. ` sucker' (ε 433 etc.), also as plant-name, prob. ` Cotyledon umbilicus' (Hp., Nic., Dsc.; after the suckerlike leaves, Strömberg Pflanzennamen 44f.), with κοτυληδονώδης `nipple-like' (Gal.). - κοτυλιαῖος, - ιεῖος `measuring a κ.' (hell.; Mayser Pap. 1: 3, 95), κοτυλώδης ` cup-like' (Ath.); κοτύλων, - ωνος m. `toper' (Plu.). - Denomin. verb κοτυλίζω `with k., i. e. sell in small quantities' (IA.) with κοτυλισμός, - ιστής, - ιστί (hell.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One th formation in - ύλη (diminut.?) Schwyzer 485, Chantraine Form. 250f. - Close is Lat. catīnus `(flat) dish'; the deviation in vowel and formation makes the comparison very uncertain (cf. Ernout-Meillet s. catīnus). Further s. Pok. 586, W.-Hofmann s. catīnus. New suggestion by Machek Stud. in hon. Acad. d. Dečev 49: to Czech. kotlati` become hollow' (denom. verb). - A loan would be quite possible in the case of a vessel - Fur. 101, 181, adduces κόνδυ `a cup' with κονδύλιον; he notes 205 n. 14 that - υλη is well known in Pre-Greek.Page in Frisk: 1,933-934Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κοτύλη
См. также в других словарях:
κοτύλων — κοτύλων, ωνος, ὁ (Α) [κοτύλη] μέθυσος, μπεκρής … Dictionary of Greek
κοτύλων — κότυλος masc gen pl κοτύλων nickname of a toper masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλῶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλωνα — κοτύλων nickname of a toper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
δικότυλος — η, ο (Α δικότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) δικοτυλήδονος 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος γένος θηλαστικών τής οικογένειας τών συϊδών αρχ. 1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων 2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
λάγηνος — και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ) λαγήνι, στάμνα νεοελλ. 1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας λαγηνίδες 2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα τού κυστιδίου τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού τών πρωτοζώων 3. φρ.… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκακότυλος — ὀκτωκαιδεκακότυλος, ον, το ουδ. σε πάπ. και ὀκτοκαιδεκακότυρον (Α) αυτός που έχει χωρητικότητα δεκαοκτώ κοτυλών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»] … Dictionary of Greek