-
1 κορυφαιος
I3верхний, крайнийὁ κ. πῖλος Plut. (лат. apex) — шапка жрецов-фламинов (с апексом наверху)
IIὅ1) предводитель, вождь, глава(τῶν ἀνδρῶν Her.; περιπατητικῶν ὅ κορυφαιότατος Plut.)
2) театр. начальник, руководитель(τῶν χορευτῶν Arst.)
-
2 κορυφαίος
αία, ο[ν] 1.1) находящийся на вершине, кульминационный; 2) ведущий, главный, первый (о человеке); 2. (ο) корифей -
3 κορυφαίος
[корифэос] επ корифейный, наивысший, наилучший. -
4 φερωνυμως
(ῠ) путем знаменательного наименования, т.е. по сходству, символическиὁ φ. κορυφαῖος προσαγορευθείς Arst. — (движущее начало мира), символически названное руководителем хора
-
5 κορώνα
η1) корона, венец; 2) ореол; 3) герб, эмблема; 4) см. κορυφαίος; 5) лицевая сторона монеты; 6) крона (монета); 7) муз. самая высокая нота (в пении);§ παίζω κορώνα γράμματα — а) играть в орлянку; — б) ставить всё на доску
-
6 κορυφή
ἡ κορυφή вершина, верх (ср. κορυφαίος верховный, главный, особ. в хоре: корифей)
См. также в других словарях:
Κορυφαῖος — head man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφαῖος — head man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… … Dictionary of Greek
κορυφαίος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή. 2. ο ανώτατος όλων: Ήταν επιστήμονας από τους κορυφαίους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορυφαιοτάτων — Κορυφαῖος head man fem gen superl pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαιότατα — Κορυφαῖος head man adverbial superl Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαιότατον — Κορυφαῖος head man masc acc superl sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαῖον — Κορυφαῖος head man masc acc sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαίω — Κορυφαῖος head man masc/neut nom/voc/acc dual Κορυφαῖος head man masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαίων — Κορυφαῖος head man fem gen pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφαιοτάτη — Κορυφαῖος head man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)