Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κορυφαῖος

См. также в других словарях:

  • Κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… …   Dictionary of Greek

  • κορυφαίος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή. 2. ο ανώτατος όλων: Ήταν επιστήμονας από τους κορυφαίους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορυφαιοτάτων — Κορυφαῖος head man fem gen superl pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατα — Κορυφαῖος head man adverbial superl Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατον — Κορυφαῖος head man masc acc superl sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαῖον — Κορυφαῖος head man masc acc sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίω — Κορυφαῖος head man masc/neut nom/voc/acc dual Κορυφαῖος head man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίων — Κορυφαῖος head man fem gen pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιοτάτη — Κορυφαῖος head man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»