Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορύδ-αλ(λ)ος

См. также в других словарях:

  • κορυθάλη — και κορυθαλλία και κορυθαλία και κορυθάλεια, ἡ (Α) 1. κλάδος ή στεφάνι ελιάς ή δάφνης, το οποίο διακοσμούσαν με ταινίες και τό κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες ως σύμβολο τής ευφορίας, τής γονιμότητας και τής ζωής σε διάφορες γιορτές, αλλ. ειρεσιώνη …   Dictionary of Greek

  • κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… …   Dictionary of Greek

  • πιφαλλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «πίφιγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το θ. τής λ. πίφ ιγξ* και εμφανίζει το ίδιο επίθημα με τον τ. κορυδ αλλίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»