Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κορύμβους

См. также в других словарях:

  • κορύμβους — κόρυμβος uppermost point masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτονίαστρο — (Cotoneaster). Γένος φυλλοβόλων ή αειθαλών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 50 είδη που φύονται στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • βιβούρνο — (viburnum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καπριφολιδών. Είναι θάμνοι αειθαλείς ή φυλλοβόλοι, σπανίως μικρά δενδρύλλια, μερικοί ιθαγενείς του ελληνικού χώρου και άλλοι της Βόρειας Αμερικής και της Κίνας. Φυτά ανθεκτικά, συχνά… …   Dictionary of Greek

  • απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • κορυμβοφόρος — ο (Α κορυμβοφόρος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει κορύμβους, που έχει άνθη με διάταξη κατά κορύμβους αρχ. (για πρόσ.) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… …   Dictionary of Greek

  • βατομουριά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των ροδιδών, με την επιστημονική ονομασία ρούβος ο θαμνώδης και ρούβος ογναφαλώδης. Το είδος φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, σε δασώδεις περιοχές, φράκτες, θαμνότοπους και στις όχθες των… …   Dictionary of Greek

  • γιασεμί — Φυτό που ανήκει στην οικογένεια των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι ίασμος ο ευοσμότατος. Έχει λευκά άνθη με δυνατό άρωμα, από τα οποία βγαίνει το γιασεμόλαδο. Τα άνθη του σχηματίζουν επάκριους κορύμβους πάνω σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»