-
1 κορυφιστήρες
-
2 κορυφιστῆρες
-
3 ἀμπυκτήρ
См. также в других словарях:
κορυφιστῆρες — κορυφιστήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κορυφιστήρες
2 κορυφιστῆρες
3 ἀμπυκτήρ
κορυφιστῆρες — κορυφιστήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)