1 κορυστός
κορυστός, gehäuft, Hesych. (wo falsch κορυτός steht) ἐπίμεστον; bes. vom Getreidemaaß; im Ggstz des gestrichenen, ψηκτὸς μόδιος, Inscr. 123 u. A.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κορυστός
κορύτος — ο και κορύτα, η ξύλινη σκάφη από σκαμμένο κορμό δένδρου η οποία χρησιμεύει για πότισμα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. koryto] … Dictionary of Greek
κορύτα — η βλ. κορύτος … Dictionary of Greek