Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορυμβίας

См. также в других словарях:

  • κορυμβίας — κορυμβίας, ου, ὁ (Α) [κόρυμβος] είδος κισσού που ονομάστηκε έτσι από τα βοτρυοειδή άνθη του και τον καρπό του …   Dictionary of Greek

  • HEDERA — an ab haerendo, mirae enim tenacitatis est, an quod edita petat, an quod exedat parietes, dicta? celebre olim Bacchi coronamentum fuit. Plin. l. 16. c. 34. Dicitur Alexandrum ob raritatem ita coronato exercitu, victorem ex India rediisse, exemplo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PATINA — an a patendo; unde saepe in veter, libris Patena scribitur, ut vidimus supra: an a πατάνη, ut Suidae visum? Graecis Λοπὰς est: a Romanis, luxuriante sequiore aevô, variis argumentis caelari consuevit. Unde Hederatam memorat Treb. Pollio in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κορυμβήθρα — κορυμβήθρα, ἡ (Α) [κόρυμβος] κορυμβίας*, είδος κισσού …   Dictionary of Greek

  • κορυμβίτης — κορυμβίτης, ὁ (Α) [κόρυμβος] κορυμβίας*, κισσός …   Dictionary of Greek

  • κορύμβηλος — κορύμβηλος, ὁ (Α) [κόρυμβος] κορυμβίας*, κισσός …   Dictionary of Greek

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»