Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορύμβιον

См. также в других словарях:

  • κορύμβιον — κορύμβιον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού 2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική …   Dictionary of Greek

  • κορύμβιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβια — κορύμβιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»