Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κορυδός

См. также в других словарях:

  • κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… …   Dictionary of Greek

  • κόρυδος — lark masc nom sg κορυδός lark fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδός — lark fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρυδος — lark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδου — κόρυδος lark masc gen sg κορυδός lark fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδους — κόρυδος lark masc acc pl κορυδός lark fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδων — κόρυδος lark masc gen pl κορυδός lark fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδῳ — κόρυδος lark masc dat sg κορυδός lark fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυδοι — κόρυδος lark masc nom/voc pl κορυδός lark fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυδον — κόρυδος lark masc acc sg κορυδός lark fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδοῖς — κορυδός lark fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»