Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κορυδαλλή

См. также в других словарях:

  • κορυδαλλή — lark fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλλαῖς — κορυδαλλή lark fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλλῆς — κορυδαλλή lark fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλλέων — κορυδαλλή lark fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλίς — η (Α κορυδαλλίς, ίδος και κορυδάλλη και κορυδαλλή) κορυδαλλός νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φουμαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλ(λ)ός + κατάλ. ίς (πρβλ. λεοντ ίς, συμμαχ ίς). Ως νεοελλ. επιστημον. όρος η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • κορυδαλλάς — κορυδαλλά̱ς , κορυδαλλή lark fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»