-
1 κορο-πλαθικός
κορο-πλαθικός, ή, όν, zum Puppenbilden gehörig, Sp.; ἡ κοροπλαϑική, scil. τέχνη.
-
2 κορο-πλάστης
κορο-πλάστης, ὁ, nach Moeris die hellenistische Form für das Vorige; E. M 530, 11.
-
3 κορο-πλάθος
κορο-πλάθος, Puppen aus Wachs od. Thon bildend, Isocr. 15, 2 u. Sp., wie Luc. Lexiph. 22.
-
4 κορο-κόσμιον
κορο-κόσμιον, τό, Mädchenputz, VLL. Nach B. A. 102 barbarisch u. eigtl. = hölzerne Puppen.
-
5 κοροπλάθος
A modeller of small figures, imagemaker, Pl.Tht. 147b, Isoc.15.2, Luc.Lex.22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. [suff] κορο-πλάστης, ου, ὁ, EM530.11, Moer. p.234 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοροπλάθος
-
6 κοροπλαθικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοροπλαθικός
-
7 κοροκόσμιον
κορο-κόσμιον, τό, Mädchenputz; eigtl. = hölzerne Puppen -
8 κοροπλαθικός
κορο-πλαθικός, ή, όν, zum Puppenbilden gehörig -
9 κοροπλάθος
κορο-πλάθος, Puppen aus Wachs od. Ton bildend -
10 вдоволь
-
11 вдосталь
επίρ.1. (απλ.) βλ. вдоволь.2. παλ. κατά κόρο•они поели вдосталь αυτοί έφαγαν κατά κόρο.
-
12 всласть
επίρ.κατά κόρο, μέχρι κόρου, με την ψυχή μου, όσο θέλω•я поел всласть έφαγα κατά κόρο•
он наговорился всласть αυτός μίλησε όσο ήθελε, κατά βούληση.
-
13 насытить
-ыщу, -ытишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насыщенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. χορταίνω•насытить голодного χορταίνω τον πεινασμένο•
насытить землю водой χορταίνω τη γη με νερό.
2. εφοδιάζω πλήρως•насытить библиотеку произведениями классиков εφοδιάζω τη βιβλιοθήκη με έργα κλ,ασσικά (κλασσικών συγγραφέων).
|| μτφ. ικανοποιώ πλήρως.3. υπερπληρώ, πληρώ κατά κόρο.1. χορταίνω, τρώγω κατά κόρο. || μτφ. ικανοποιούμαι πλήρως.2. μτφ. πληρούμαι•земля -лэсь водой η γη χόρτασε νερό•
воздух постепенно -лся вредными испарениями ο αέρας βαθμιαία γέμισε από βλαβερές αναθυμιάσεις.
-
14 πλάθανον
Grammatical information: n.Meaning: `cake mould, -form.' (Theoc., Nic.).Compounds: Synthet. compp. like κορο-πλάθος m. `former of feminine figures, doll modeller' (Pl., Isoc.Derivatives: - ανίτας ἄμυλος `cake baked in a mould' (Philox. 3, 17; not quite certain); πλαθ-ά f. `image, εἰκών' (Dor. in Plu.); synthet. compp. like κορο-πλάθος m. `former of feminine figures, doll modeller' (Pl., Isoc.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The word is most prob. Pre-Greek ( πλαθ- cannot be made in IE, as it had no short a; so not to πλάσσω)}.Page in Frisk: 2,549Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλάθανον
-
15 κοροπλαθος
-
16 хор
хорм ἡ χορωδία, ὁ χορός, τό κόρο:петь \хором τραγουδούμε ὅλοι μαζί· всем \хором перен ἐν χορῶ, ὁμοφώνως. -
17 досыта
επίρ.μέχρι κόρου, κατά κόρο, κο-οεστικά, χορταστικά. -
18 отдоить
-дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдоенный, βρ: -доен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. (για μικρή ποσότητα)• αρμέγω•отдоить стакан молока αρμέγω ένα ποτήρι γάλα.
2. αποαρμέγω, τελειώνω το άρμεγμα.στειρεύω κορο•отдоить ва -лась η αγελάδα στείρεψε.
|| τελειώνω το άρμεγμα. -
19 πλάσσω
πλάσσω, [dialect] Att. [suff] πλασμᾰτ-ττω S.Aj. 148 (anap.), Pl.R. 420c, etc.: [tense] fut. πλάσω ( ἀνα-) Hp.Mochl.2:[tense] aor.Aἔπλᾰσα Hdt.2.70
([etym.] κατ-), Ar.V. 926, etc.; poet.ἔπλασσα Theoc.24.109
; [dialect] Ep.πλάσσα Hes.Op.70
: [tense] pf.πέπλᾰκα Phld. Mus.p.85K.
,D.S.15.11, D.H.Th.41: [ per.] 3sg.[tense] plpf.ἐπεπλάκει Erot.Praef.
: —[voice] Med., [tense] fut.πλάσομαι Alciphr.1.37
: [tense] aor.ἐπλασάμην Th.6.58
, Pl.Lg. 800b, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.πλασθήσομαι Phld.Mus.p.82
K., ( δια- ) Gal.4.619: [tense] aor. , Lys.12.48, Pl.Ti. 26e : [tense] pf. , etc.:—form, mould, prop. of the artist who works in soft substances, such as earth, clay, wax, ἐκ γαίης π. Hes.Op.70, cf. Hdt. 2.47,73; of Prometheus,ὃν λέγουσ' ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἄλλα.. ζῷα Philem.89.1
, cf. Men.535.5 ;π. καθάπερ ἐκ κηροῦ Pl.Lg. 746a
;σχήματα ἐκ χρυσοῦ Id.Ti. 50a
;ἐκ πηλοῦ ζῷον Arist.PA 654b29
;ἀγγεῖον π. κήρινον Id.Mete. 359a1
;οὐκ ἔστιν ἀνδριαντοποιὸς ὅστις ἂν πλάσαι κάλλος τοιοῦτον Philem.72.2
;τοὺς πηλίνους D.4.26
; opp. γράφειν, as sculpture to painting, Pl.R. 510e (so in [voice] Pass., Lg. 668e, Isoc.9.75); τὴν ὑδριαν πλάσαι mould the water-jar, Ar.V. 926 ;σώματα π. θνητά Pl.Ti. 42d
; π. κηρία, of bees, Arist.HA 623b32 ; ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας made clay houses, Ar.Nu. 879; knead bread, Gal.6.313:—[voice] Med., σχῆμα πλασάμενος having formed oneself a figure, Pl.Plt. 297e :— [voice] Pass., to be moulded, made,τὸ δὲ ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται Hdt.3.108
; ;ἂν ἴδωσι.. κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Pl.Lg. 933b
.II generally, mould, form by education, training, etc., π. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσίν, Pl.R. 377c ;σῶμα ἐπιμελῶς Id.Ti. 88c
; ; παιδεύειν τε καὶ π. Id.Lg. 671c:—[voice] Pass., ; of the voice, to be trained, Arist.HA 536b19.III form an image of a thing in the mind, imagine,πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε.. νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον Pl.Phdr. 246c
, cf. R. 420c, 466a ;τῷ λόγῳ τοὺς νόμους Id.Lg. 712b
;τἀρχαῖα Phld.Mus.p.85K.
:—[voice] Pass., ib.p.82 K.IV put in a certain form, τὸ στόμα π. (so as to pronounce more elegantly) Pl.Cra. 414d ; [ κόμιον] Arr.Epict.2.24.24;τὴν ὑπόκρισιν Plu.Dem.7
:—[voice] Med., ἀδήλως τῇ ὄψει πλυσάμενος πρὸς τὴν ξυμφοράν having formed himself in face, i.e. composed his countenance, Th.6.58, cf. D.45.68.V metaph., fabricate, forge,λόγους ψιθύρους πλάσσων S.Aj. 148
(anap.);ψευδεῖς π. αἰτίας Isoc.12.25
;προφάσεις D.25.28
; τί λόγους πλάττεις; Id.18.121, cf. Pl.Ap. 17c ;μὴ πλάσῃς κακόν Men.Mon. 145
;π. ἐπιστολήν Plb.5.42.7
: abs., δόξω πλάσας λέγειν I shall be thought to speak from invention, i.e. not the truth, Hdt.8.80, cf. X.Mem.2.6.37 :—[voice] Med.,πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys.19.60
;ψεύδη X.An.2.6.26
;τῆς φιλανθρωπίας ἣν.. ἐπλάττετο D.18.231
; προφάσεις π. Id.19.215 ;τοιαῦτα πλάττεσθαι τολμᾶτε Id.28.9
;καιρὸν πλάττεσθαι Id.21.187
: abs., πλαττομένους πρὸς ἑαυτούς ( αὐτούς Bonitz) Arist.Rh. 1381b28 : c. inf., Νέρων εἶναι πλασάμενος pretending to be N., D.C.64.9;π. νοσεῖν Gal.19.1
:—[voice] Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος not fictitious, A.Pr. 1030 ; πεπλάσθαι φάσκοντες saying it was a forgery, Is.7.2 ; ;π. ὑπὸ ποιητῶν And.4.23
;ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται D.52.12
. ( πλαθ-Ψω, cf. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος.) -
20 κόρη
Grammatical information: f.Meaning: `young girl, daughter', metaph. `pupil', archit. `female figure', also name of the daughter of Persephone (IA., Arc.); on the contents Kerényi Paideuma 1, 341ff. (h. Cer. 439). Zumbach Neuerungen 57Compounds: Some compp., e. g. κορο-πλάθος m. `sculptor of semale figures' (Att.).Derivatives: Several diminut.: κόριον, Dor. (Megar.) κώριον (Ar., Theoc.) with κορίδιον (Delphi, Naupaktos); κορίσκη (Pl. Com.) with - ίσκιον (Poll.); also Κορίσκος m. name of an arbitrary man (Arist.), also as PN (D. L.); κοράσιον (hell.; Schwyzer 471 n. 5) with - ασίδιον (Arr.), - ασίς (Steph. Med.), - ασιώδης (Com. Adesp., Plu.); κόριλλα, Κόριννα (Boeot.; Chantraine Formation 252 u. 205); κορύδιον (Naupaktos). - Adjectives: κουρίδιος (Ion. Il.), prop. `of a young lady, untouched', then `matrimonial, lawfull' ( ἄλοχος, πόσις, λέχος a. o.; on the meaning Bechtel Lex. s. v., on the formation Schwyzer 467, Chantraine Formation 40); κουρήϊος `of a young lady' (h. Cer. 108; Zumbach Neuerungen 14); Κόρειος `of Κόρη', Κόρειον, -α pl. `temple', resp. `feast of Κόρη' (Attica, Plu.); κοραῖος `of a girl' (Epic. in Arch. Pap. 7, 8), κορικός `id.' (hell.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 121). *Κορίτης (- τις) `servant of Κόρη' in Κορειτῆαι pl. for *Κοριτεῖαι `service of Κόρη?' (Lycosoura). - Verbs: κορεύομαι `pass one's maidenhood' (E.), `loose...' (Pherecyd.) with κόρευμα, κορεία maidenhood' (E., resp. D. Chr., AP); κορίζομαι prop. *"treat like a maiden (child)", `caress' (Ar.), ὑπο- κόρη `call with endearing names, address' (Pi., Att.). - Beside κόρη or perhaps formed from it (s. below): κόρος (trag., Pl. Lg., Plu.; also Dor.), ep. κοῦρος, Theoc. κῶρος m. `youth, boy, son' (Il.). Compp., e. g. ἄ-κουρος `without son' (η 64), κουρο-τρόφος `educating youths' (Od.); on Διόσκουροι s. v. - Derivv: κούρητες m. pl. `younge warrior' (Il.), Κουρῆτες, Dor. Κωρ- (Hes., Crete etc.) `Cureten', name of divine beings, which dance a weapon-dance around the Zeus child etc. (Hes. Fr. 198, Crete etc.) with Κουρητικός, - ῆτις, κουρητεύω, κουρητισμός (hell.); on the formation of κούρητες Schwyzer 499, Chantraine Formation 267; on the accent Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 106 (= Kl. Schr. 2, 1163); also v. Wilamowitz Glaube 1, 129 n. 1. To κοῦρος also κουρώδης `boy-like', prob. also κούριος `youthful' (Orph. A., Orac. ap. Paus. 9, 14, 3), κουροσύνη, -Dor. -α `youth' (Theoc., AP), - συνος `youthful' (AP). - κουρίζω `be a young man, maiden' (χ 185), `educate a youth' (Hes.), κουριζόμενος ὑμεναιούμενος H. -.Origin: IE [Indo-European] [577] *ḱerh₁- `grow'Etymology: The more limited attestation of masc. κοῦρος, κόρος compared with general κούρη, κόρη perhaps indicates that the masc. was an innovation to fem. PGr. *κόρϜα; s. Lommel Femininbildungen 7ff. As masc. counterpart there were e. g. παῖς and νεανίας. - That κόρϜα, *κόρϜος come from the root of κορέννυμι, is generally ccepted, but the exact jugment is difficult: prop. abstractformation, as "growth, flourishing, blossom"? The meaning `sprout, branch' for κόρος (rare: Lysipp. 9, Hp. ap. Gal. 19, 113) is hardly very old, but developed from `son' or the like (or from κείρω?, s. on κοῦρος). Note κόρυξ νεανίσκος H. (beside κόριψ `id.' and Κόρυψ Boeot. PN, s. Bechtel Namenstudien 29f.), which may have an intermediate u-stem; Specht Ursprung 148. Further s. κορέννυμι. - κοῦρος not with Bezzenberger, Fick and Bechtel (s. Lex. s. v.) to Lith. šárvas `armament', κόρυς `helm'; s. Kretschmer Glotta 8, 254.Page in Frisk: 1,920-921Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κορό, Ζαν-Μπατίστ Καμίγ — (Jean Baptiste CamilleCorot, Παρίσι 1796 – 1875). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε για διάστημα τριών ετών στο εργαστήριο του Ζαν Βικτόρ Μπερτέν, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε στα περίχωρα του Παρισιού, στο δάσος του Φοντενεμπλό και στη Νορμανδία. Το 1825… … Dictionary of Greek
κόρο — το 1. ομάδα τραγουδιστών που εκτελούν μαζί μια μουσική φωνητική σύνθεση, χορωδία 2. η μουσική σύνθεση που εκτελείται συγχρόνως από πολλούς τραγουδιστές 3. (στο θέατρο) ο χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coro] … Dictionary of Greek
κόρο — το (λ. ιταλ.), χορωδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ντομιέ, Ονορέ — (Daumier Honore, 1808 – 1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και όλων των εποχών. Ο πατέρας του, υαλοπώλης με ποιητικές φιλοδοξίες, εγκατέλειψε το 1814 τη Μασσαλία και… … Dictionary of Greek
Πισαρό, Καμίγ — (Pissarro, Σεν Τομά, Αντίγ 1830 – Παρίσι 1903). Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, συνδέθηκε από το 1855 και ακολούθησε τις συμβουλές του Κορό, καλλιτέχνη για τον oποίο… … Dictionary of Greek