-
1 ствол
1. (дерева) о κορμός (του δέντρου) 2. (ружья) η κάννη 3. (шахты) το φρεάριο 4. тех. το ακροφύσι/οлафетный пенный - мор. о σταθερός κορμός του - ου αφρού5. анат. о κορμός, ο στέλεχος 6. арх. (колонны) о κορμός του κίονος/στύλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ствол
-
2 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
-
3 корпус
корпус м 1) (здание) το χτίριο 2) (туловище) о κορμός, то σώμα ◇ дипломатический \корпус το διπλωματικό σώμα* * *м1) ( здание) το χτίριο2) ( туловище) ο κορμός, το σώμα••дипломати́ческий ко́рпус — το διπλωματικό σώμα
-
4 ствол
-
5 ствол
-а α.1. κορμός δέντρου, θάμνου•2. (αρχτκ.) κορμός στύλου, κολώνας (αποτη βάση ως το κιονόκρανο).3. Ή κάνη του όπλου.4. φρέαρ, πηγάδι ορυχείου (καθόδου-ανόδου εργατών).εκφρ.пойти в ствол – βγάζω, αναδίδω στέλεχος (ριζοκάλαμο). -
6 стебель
-бля α,1. στέλεχος φυτού• βλαστός.2. κορμός• άξονας•стебель пера ο κονδυλοφόρος•
стебель затвора винтовки το στέλεχος ή ο κορμός του κινητού ουραίου του τουφεκιου.
3. (παλ. κ. διαλκ.) η ουρά (λαβή) του κουταλιού. -
7 бревно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бревно
-
8 колода
1. (опора, подставка) το στήριγμα 2. (короткое толстое бревно) το κούτσουρο, ο κοντόχοντρος κορμός δέντρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колода
-
9 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
10 кругляк
лес. η στρογγυλή ξυλεία, ο κορμός/οι κορμοί δέντρου/δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кругляк
-
11 кряж
1. (горный) η λοφοσειρά 2. лес. о κορμός, η χονδρή/χοντρή ξυλεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кряж
-
12 стенд
1. тех. η εξέδρα· - для испытаний двигателей το δοκιμαστήριο/η κλίνη των κινητήρων 2. (щит, на котором выставляются для обозрения какие-л. экспонаты) о πίνακ/ας, το πλαίσιοрекламный - διαφημιστικόςстенка το τοιχίο, το τοίχωμα- балки η ψυχή, ο κορμός σιδηροδοκούпричальная - το κρηπίδωμα, η προκυμαίαη αποβάθρα, ο προβλήτας/η προβλήταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стенд
-
13 цевьё
(стержневая часть чего-л.) о κορμός, το χυτό τμήμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цевьё
-
14 штамб
бот. о κορμός δέντρου (από τη ρίζα μέχρι τα κλαδιά του)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штамб
-
15 ствол
стволм1. (дерева) ὁ κορμός (δένδρου)·2. (оружия) ἡ κάννη. -
16 торс
торсм ὁ κορμός. -
17 ствол
[στβόλ] ουσ. α. κορμός -
18 торс
[*][τόρςί ουσ. α. κορμός -
19 ствол
[στβόλ] ουσ α κορμός -
20 торс
[*][τόρςί ουσ α κορμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κορμός — trunk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κορμός — ο 1. το μέρος του δέντρου από τις ρίζες ως τα πρώτα κλαδιά, στέλεχος. 2. το μέσο σώμα ανθρώπου και ζώων. 3. το κύριο μέρος κάθε πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδρόλιθος — Κορμός ή κλαδί φυτού απολιθωμένο με οπάλιο. Οι κορμοί και τα κλαδιά αυτά ανήκουν συνήθως σε κωνοφόρα δέντρα και συναντώνται μέσα σε στρώματα διαφόρων γεωλογικών διαπλάσεων. Όταν βρίσκονται σε μεγάλη αφθονία σχηματίζουν τα απολιθωμένα δάση … Dictionary of Greek
κορμοῖς — κορμός trunk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμοῖσι — κορμός trunk masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμοί — κορμός trunk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμοῦ — κορμός trunk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμούς — κορμός trunk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμόν — κορμός trunk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)