-
1 κορμασθείσα
-
2 κορμασθεῖσα
-
3 κορμάζω
κορμάζω, in Klötze, κορμοί, schneiden, hauen, zer stü cke in; ὕλη κορμασϑεῖσα κατὰ μέρη D. Hal. epit. 20, 6.
См. также в других словарях:
κορμασθεῖσα — κορμάζω saw up into logs aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορμάζω — (Α) [κορμός] κόβω κάτι σε κορμούς, τεμαχίζω, κομματιάζω («ὕλη κορμασθεῑσα κατά μέρη», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek