Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορακώδης

См. также в других словарях:

  • κορακώδης — like a raven masc/fem acc pl (attic epic doric) κορακώδης like a raven masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κορακώδης like a raven masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακώδης — κορακώδης, ῶδες (Α) [κόραξ] αυτός που μοιάζει με κόρακα ή με το ράμφος του, κορακοειδής …   Dictionary of Greek

  • κορακώδη — κορακώδης like a raven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορακώδης like a raven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορακώδης like a raven masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακῶδες — κορακώδης like a raven masc/fem voc sg κορακώδης like a raven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακώδεις — κορακώδης like a raven masc/fem acc pl κορακώδης like a raven masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακώδεσι — κορακώδης like a raven masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακοειδής — ές (ΑM κορακοειδής, ές και κορακώδης, ες) αυτός που μοιάζει με κόρακα νεοελλ. 1. αγκιστροειδής 2. φρ. «κορακοειδής απόφυση» ανατ. προεξοχή τού άνω χείλους τού οστού τής ωμοπλάτης στην οποία προσφύονται πολλοί μύες και σύνδεσμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»