-
1 κοπρ-αγωγός
κοπρ-αγωγός, Mist führend; γαστέρες Plat. com. bei Poll. 7, 134, ῥιπὶς κοπρ. Crates com. ib. 10, 175.
-
2 κοπρ-αγωγέω
κοπρ-αγωγέω, Mist führen, fahren, Ar. Lys. 1176.
-
3 κοπρ-ώνυμος
κοπρ-ώνυμος, mistnamig, nach dem Drecke benannt, Beiname des Kaisers Constantin V.
-
4 κοπρ-ώδης
κοπρ-ώδης, ες, = κοπριώδης, Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.
-
5 κοπρ-ώνης
κοπρ-ώνης, ὁ, der Mistpächter, Sp.
-
6 εὐ-κοπρ-ώδης
εὐ-κοπρ-ώδης, ες, Koth von gutem Ansehen, Hippocr.
-
7 ἀ-κοπρ ώδης
ἀ-κοπρ ώδης, den Koth nicht abführend, Hippocr.
-
8 κοπριαίρετος
A sportellarius, Gloss.: —also [suff] κοπρ-ίαρτος, ([etym.] αἴρω) taken from the rubbish-heap, i. e. foundling, prob. for κηπρ- in PGnom. 210 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπριαίρετος
-
9 κοπραγωγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπραγωγέω
-
10 κοπραγωγός
κοπρ-ᾰγωγός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπραγωγός
-
11 κόπρανα
κόπρ-ᾰνα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπρανα
-
12 κοπρεαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρεαῖος
-
13 κόπρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπρειος
-
14 κοπρεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρεύω
-
15 κοπρέω
-
16 κοπρεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρεών
-
17 κοπρηγέω
A carry dung, PFay.118.19 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρηγέω
-
18 κοπρηγία
κοπρ-ηγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρηγία
-
19 κοπρηγός
κοπρ-ηγός, όν,A conveying dung,πλοῖον PLond.2.317.8
(ii A. D.): Subst. - ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρηγός
-
20 κοπρία
См. также в других словарях:
μυρσινεών — μυρσινεών, ὁ (Α) μυρσινώνας, άλσος μυρσινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + κατάλ. εών (πρβλ. κοπρ εών, χοιρ εών)] … Dictionary of Greek
μυσαρώνυμος — μυσαρώνυμος, ον (Μ) αυτός τού οποίου το όνομα προκαλεί αποστροφή, βδελυγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. κοπρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μύρτων — μύρτων, ὁ (Α) σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ων (πρβλ. κισσ ών, κοπρ ών)] … Dictionary of Greek
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek