Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοπρεύω

См. также в других словарях:

  • κοπρεύω — (Α) [κόπρος (Ι)] (κατά τον Ησύχ.) κοπρίζω …   Dictionary of Greek

  • κοπρευομένη — κοπρεύω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρεῦσαι — κοπρεύω aor inf act κοπρίζω dung pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) κοπρόω befoul with dung pres part act fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρεύσοντες — κοπρεύω fut part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»