-
1 κοπή
-
2 κοπή
κοπή, ἡ, das Hauen, Stoßen, der Stoß, Hieb. Auch = ein abschüssiger Ort. Auch = das Gemetzel -
3 προς-κοπή
προς-κοπή, ἡ, = πρόσκομμα, Suid.; Anstoß, Beleidigung, Unwille, ἐφ' οἷς μὲν φϑόνου γενομένου καὶ προςκοπῆς, Pol. 6, 7, 8, u. öfter; τοιαύτη τις ὑπέδραμε προςκοπὴ καὶ μῖσος κατὰ τῶν προειρημένων, 30, 20, 8; καὶ ἀλλοτριότης, 31, 18, 4; Plut. u. a. Sp.
-
4 προ-κοπή
προ-κοπή, ἡ, der Fortgang auf dem Wege, gew. übertr., Fortgang, Gedeihen; auch Fortschreiten in wissenschaftlicher Ausbildung, Cic. ad Att. 15, 16; ἐπὶ τὸ χεῖρον od. τὸ βέλτιον, im Guten u. Bösen, Philo; vgl. Plut. adv. Stoic. 9; auch absolut, im plur., Luc. Alex. 22; προκοπαῖς λάμψας, Ep. ad. 724 ( App. 313); τοιαύτην προκοπὴν καὶ συντέλειαν ἔσχε τοῠτο τὸ μέρος, Pol. 2, 37, 10, u. öfter, im guten Sinne, π ροκοπὴν ποιεῖσϑαι u. λαμβάνειν, aber auch im bösen, ἡ πρᾶξις παλίντροπον λαβοῠσα τὴν προκοπὴν ταῖς ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν ἐλπίσιν, 5, 16, 9. Vgl. noch Luc. soloecist. 6.
-
5 παρ-εκ-κοπή
παρ-εκ-κοπή, ἡ, das Abschneiden, Versperren, Sp.
-
6 παρα-κοπή
παρα-κοπή, ἡ, das Verschlagen, Verfälschen des Geldes; wohl nur übertr., Wahnsinn; Aesch. Ag. 216 Eum. 317; τῇ τοῦ προεστῶτος ἀνοίᾳ καὶ παρακοπῇ, Pol. 40, 3, 2; Sp., wie Plut.
-
7 περι-κοπή
περι-κοπή, ἡ, das Ringsumherbehauen, die Verstümmelung; Ἑρμῶν, Thuc. 6, 27; Andoc. 1, 15. 34 ff.; Plut. Nic. 1 u. sonst; auch τῆς πολυτελείας, Verringern, Cat. mai. 18. – Allgem. der Umriß, das Aeußere des Körpers, ὁμοιοτάτοις εἶναι δοκοῠσι κατά τε τὸ μέγεϑος καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, Pol. 6, 53, 6; bes. alles auf das Aeußere des Körpers Gewandte, Anzug, Pracht, κατὰ τὴν ἐσϑῆ τα καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, 5, 81, 3, λιτὸς κατὰ τὴν περικοπήν, 10, 25, 5, vgl. 32, 12, 6; Plut. oft, auch der äußere Umriß, das Bild. – Bei den K. S. Abschnitte der heiligen Schrift, welche zu bestimmten Zeiten vorgelesen wurden, sonst auch ῥῆσις. – Hesych. erkl. περικοπαί durch κλοπαί u. λῃστεῖαι, s. das Verbum.
-
8 συγ-κοπή
-
9 κατα-κοπή
κατα-κοπή, ἡ, das Niederhauen, Zerhauen, Abhauen, z. B. der Zweige, Theophr., Sp.; τραύματα καὶ κατακοπαί vrbdt Artemidor. 2, 37 p. 216.
-
10 δια-κοπή
δια-κοπή, ἡ, das Zerschneiden, die Trennung, bes. = tiefe Wunde; Medic.; καὶ τραύματα Plut. Mar. 19; Brut. 20.
-
11 ἀπο-κοπή
-
12 ἀντι-κοπή
ἀντι-κοπή, ἡ, das Zurückstoßen, Plut. prof. virt. sent. p. 246.
-
13 ἀντ-ανα-κοπή
ἀντ-ανα-κοπή,, gegenseitiges Zurückschlagen, Zurück prallen, von Wellen, Arist. mund. 4, 31.
-
14 ἀνα-κοπή
ἀνα-κοπή, ἡ, das Zurückstoßen, Hindern, D. Hal.; bes. von den Wellen, das Anschlagen u. Zurückprallen, Arist.; Plut. Pyrrh. 15; ausgetretenes, von Ueberschwemmungen zurückgebliebenes Wasser, Strab.; Plut. Alex. 44.
-
15 ἐπι-κοπή
-
16 ἐγ-κοπή
-
17 ἐκ-κοπή
-
18 ἀνακοπή
ἀνα-κοπή, das Zurückstoßen, Hindern; bes. von den Wellen, das Anschlagen u. Zurückprallen; ausgetretenes, von Überschwemmungen zurückgebliebenes Wasser -
19 ἀντανακοπή
ἀντ-ανα-κοπή, gegenseitiges Zurückschlagen, Zurückprallen (von Wellen) -
20 ἀντικοπή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοπή — cutting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπή — η (ΑM κοπή) [κόπτω] τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων») νεοελλ. 1. ποίμνιο, κοπάδι 2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό μσν. 1. σχήμα, κατατομή 2. περικοπή, μείωση μσν. αρχ. σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα… … Dictionary of Greek
κοπή — η 1. κόψιμο: Αυξήθηκε η τιμή για την κοπή των μαλλιών. 2. το κούρεμα των προβάτων και ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπῇ — κόπτω cut aor subj pass 3rd sg κοπάζω grow weary fut ind mid 2nd sg (doric) κοπάζω grow weary fut ind act 3rd sg (doric) κοπῆι , κοπεύς one who brays masc dat sg (epic ionic) κοπή cutting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπῆ — κοπεύς one who brays masc nom/voc/acc dual κοπεύς one who brays masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπαί — κοπή cutting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπήν — κοπή cutting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… … Dictionary of Greek
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek