Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δένδρων

См. также в других словарях:

  • δενδρών — thicket masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρών — ο βλ. δενδρώνας …   Dictionary of Greek

  • δενδρῶν — δένδρον tree neut gen pl (attic epic doric) δενδρόω turn into a tree pres part act masc voc sg (doric aeolic) δενδρόω turn into a tree pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δενδρόω turn into a tree pres part act masc nom sg δενδρόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρων — δένδρον tree neut gen pl δενδρόω turn into a tree imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δενδρόω turn into a tree imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρῶνος — δενδρών thicket masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων …   Dictionary of Greek

  • BAJUS qui et BADAS — BAJUS, qui et BADAS a Graeco βάϊον, ramus est palmae arboris cum fructus avulsus; (a cuius colore badios equos dici, ostendimus supra) Franc. Gouldmannus Diction. Lat. Angl. Item missus ludicri Circensis, quod ad singulos missus Βάϊον, i. e.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALMAE seu Palmarum dies — sen Palinarum Festum, seu dominica in Ramis Palmarum, seu in Palmis, dictus est dies Dominicus, qui Pascha antecedit, quia in eo, inquit Isidor. de Divin. Offic. l. 1. c. 27. Dominus et Servator noster, sicut Propheta cecinit, Hierusalem tendens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διασφενδονίζω — και διασφενδονῶ ( άω) (Α) 1. διασκορπίζω κάτι τινάζοντας το σαν με σφεντόνα 2. διαμελίζω («διεσφενδόνησεν αὐτόν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων, ἑκατέρῳ» τόν διαμέλισε αφού έδεσε τα μέλη του στις κορφές δύο λυγισμένων δένδρων) …   Dictionary of Greek

  • κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»