Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κονῑσάλεος

См. также в других словарях:

  • κονισάλεος — κονισαλέος dusty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος …   Dictionary of Greek

  • κονισάλεον — κονισαλέος dusty masc acc sg κονισαλέος dusty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονισαλέην — κονισαλέος dusty fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονισαλέοιο — κονισαλέος dusty masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονισαλέῃσιν — κονισαλέος dusty fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»