-
1 κονισάλεος
κονισαλέοςdusty: masc nom sg -
2 κονισαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονισαλέος
-
3 κονισάλεον
κονισαλέοςdusty: masc acc sgκονισαλέοςdusty: neut nom /voc /acc sg -
4 κονισαλέην
κονισαλέοςdusty: fem acc sg (epic ionic) -
5 κονισαλέοιο
κονισαλέοςdusty: masc /neut gen sg (epic) -
6 κονισαλέησιν
-
7 κονισαλέῃσιν
См. также в других словарях:
κονισάλεος — κονισαλέος dusty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος … Dictionary of Greek
κονισάλεον — κονισαλέος dusty masc acc sg κονισαλέος dusty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέην — κονισαλέος dusty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέοιο — κονισαλέος dusty masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονισαλέῃσιν — κονισαλέος dusty fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)