-
1 κονταριοθήκη
κονταριο-θήκη, ἡ, Behältnis -
2 κοντάριον
κοντάριον (A), τό,A = κέντρον 9, Heph.Astr.2.11 (pl.).------------------------------------A spear, Anon. in Rh.236.5, Sch.E.Hec.14; [full] κοντᾰρᾶτος, ὁ, one armed with a spear, Anon. in Rh. 103.21; [full] κοντᾰριοθήκη, ἡ, spear-case, Sch.Opp.H.2.356.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοντάριον
См. также в других словарях:
κονταριοθήκη — κονταριοθήκη, ἡ (Α) θήκη δόρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάριον + θήκη (< θήκη), πρβλ. παπουτσο θήκη, ωο θήκη] … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek