Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοντᾰριοθήκη

См. также в других словарях:

  • κονταριοθήκη — κονταριοθήκη, ἡ (Α) θήκη δόρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάριον + θήκη (< θήκη), πρβλ. παπουτσο θήκη, ωο θήκη] …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»