-
1 κονδ-
см. κοντ\ -
2 κόνδῠλος
κόνδῠλοςGrammatical information: m.Meaning: `knuckle, bony knob, clenched fist, swelling of the gum etc.' (IA.).Compounds: As 2. member e. g. in μονο-, δι-κόνδυλος (Arist.)Derivatives: κονδυλώδης `κ.-like, knuckly', κονδύλωμα, - σις `hard swelling, tumour' (Hp.), κονδυλωτός `with κ. ' (Att. inscr. IVa), hardly through κονδυλόομαι `get κ., swell' (Aspasia ap. Aët., H.). - κονδυλίζω `hit the face with the fist, muffet, maltreat' (Hyp., LXX) with κονδυλισμός (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Other body-parts in - υλος are δάκτυλος, σφόνδυλος (cf. Güntert Reimwortbildungen 116ff.); the stem is seen in κόνδοι ἀστράγαλοι H. Connections outside Greek are quite uncertain or to be rejected: Skt. kanda- m. `root of a knol', kandúka- m. `playball', kanduka- n. `cushion' (cf. Mayrhofer s. vv., who considers Dravidian origin); Lith. kánduolas `kernel' (to kándu, ką́sti `bite'; s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. v.). Older lit. in Bq. - The word will be Pre-Greek because of its structure, κονδ-υλ-. It may continue *κανδυλος with ο \< α before υ.Page in Frisk: 1,911Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόνδῠλος
См. также в других словарях:
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek