Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δι-κόνδυλος

См. также в других словарях:

  • κόνδυλος — knuckle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — ο 1. εξόγκωμα του οστού στην άρθρωση, κλείδωση. 2. σαρκώδες διόγκωμα ριζώματος που έχει μικρά φύλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδύλοις — κόνδυλος knuckle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλοισι — κόνδυλος knuckle masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλου — κόνδυλος knuckle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλους — κόνδυλος knuckle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλων — κόνδυλος knuckle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλῳ — κόνδυλος knuckle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλοι — κόνδυλος knuckle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλον — κόνδυλος knuckle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»