-
1 κονιαμα
-
2 κονίᾱμα
κονίᾱμα, τό, Anstrich mit Kalktünche; ὥςπερ ὅταν ἀποπέσῃ τὸ ἐναλειφϑὲν τοῦ κονιάματος εὐϑύς Arist. gen. anim. 1, 19; – ein Estrich, ausgelegter Fußboden, Heges. bei Ath. XIII, 584 b; – von Reparaturen an Gebäuden, Dem. 13, 30; vgl. aber die unter κονιάω angeführte Stelle, die im Uebrigen dieser entspricht; καὶ οἰκοδομαί D. Sic. 20, 8.
-
3 κονίᾱμα
κονίᾱμα, τό, Anstrich mit Kalktünche; ein Estrich, ausgelegter Fußboden; von Reparaturen an Gebäuden -
4 κονίαμα
κονίᾱμα, κονίαμαstucco: neut nom /voc /acc sg -
5 κονίαμα
τό1) раствор (строительный); 2) штукатурка -
6 κονίαμα
-ατος τό N 3 0-0-0-3-0=3 DnLXX 5,prol.; Dn 5,5 plaster, stucco -
7 κονίαμα
A stucco, plaster, Hp.Epid.7.11, Arist.GA 726b27, Col. 791b27, 794b32, Thphr.CP4.16.1, PSI5.545.19 (iii B.C.), etc.: in pl.,οἰκοδομαὶ πολυτελεῖς καὶ κονιάματα D.S.20.8
; also, whitewashing, D.13.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονίαμα
-
8 κονιάω
κονιάω, 1) mit Staub bestreuen, bestauben, beschmutzen, VLL.; im act. zweifelhaft u. auch im med. mit κονίω oft verwechselt; Ael. H. A. 3, 16. 3, 42. 6, 1. – 2) mit Kalk betünchen; τὰς ἐπάλξεις Dem. 3, 29; δημοσίᾳ δ' ἃ μὲν οἰκοδομεῖτε καὶ κονιᾶτε, ὡς μικρά 23, 208, vgl. κονίαμα; so Plut. u. a. Sp.; auch im med., Arist. H. A. 8, 2. – Auch = mit Pech überstreichen, D. Sic. 19, 94; – οἶνος ἐν λάκκοις κονιατοῖς Xen. An. 4, 2, 22, womit Schol. Ar. Eccl. 154 zu vgl., eine Grube, Cisterne, deren Seiten mit Kalk überzogen sind.
-
9 бетон
το σκυρόδεμα, το σκυροκονίαμα, το μπετόν (ξεν.)армировать - οπλίζω/ενισχύω το -плотный - πυκνό/στεγανό -- с большим содержанием цемента - με μεγάλη περιεκτικότητα σε κονία/τσιμέντοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бетон
-
10 мертель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мертель
-
11 подливка
1. (жидкий цементный раствор) το ρευστοκονίαμα 2. (процесс) η πλήρωση με ρευστοκονίαμα ή αραιωμένο κονίαμα 3. (пищ) η σάλτσα (ξεν.) 4. (подливание) η (συμ)πλήρωση (με κάτι ρευστό ή υγρό).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подливка
-
12 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
13 торкрет-бетон
το εκτοξευόμενο ρευστο-κονίαμα/σκυρόδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торкрет-бетон
-
14 железобетон
железобетонм τό σιδηροπαγές (κονίαμα), τό μπετόν ἀρμέ. -
15 ενσωματώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) см. ενσαρκώνω; 2) присоединять (землю и т. п.); аннексировать; 3) смешивать; подмешивать;ενσωματώνω γύψον εις κονίαμα ασβεστου — подмешивать гипс в известковый раствор
-
16 σιδηροπαγής
ης, ες железобетонный;τό σιδηροπαγές (κονίαμα) — железобетон
-
17 κονιαμάτων
κονιᾱμάτων, κονίαμαstucco: neut gen pl -
18 κονιάμασι
κονιά̱μασι, κονίαμαstucco: neut dat pl -
19 κονιάματα
κονιά̱ματα, κονίαμαstucco: neut nom /voc /acc pl -
20 κονιάματι
κονιά̱ματι, κονίαμαstucco: neut dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κονίαμα — το (Α κονίαμα, ιων. τ. κονίημα [κονιώ] νεοελλ. 1. μίγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, που συνήθως είναι ασβέστης ή τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στην τοιχοποιία, κν. λάσπη 2. το επίχρισμα με τέτοιο μίγμα, ο σοβάς… … Dictionary of Greek
κονίαμα — κονίᾱμα , κονίαμα stucco neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίαμα — το, ατος 1. μείγμα από ασβέστι και άμμο ή τσιμέντο που χρησιμοποιείται ως συνδετική ύλη τοιχοδομίας. 2. το επίχρισμα τοιχοδομής από το παραπάνω μείγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
μακεδονικοί τάφοι — Ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων της αρχαίας ταφικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για υπόγεια τυμβόχωστα κτίρια. Τα τρία κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους μ.τ. είναι τα εξής: είναι όλοι τους υπόγειοι· είναι όλοι κτίρια οπωσδήποτε μεγαλύτερα από τις… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek
θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… … Dictionary of Greek
τσιμεντοκονίαμα — το, Ν τεχνολ. κονίαμα από τσιμέντο, άμμο και νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + κονίαμα] … Dictionary of Greek
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek