-
1 κομπασμός
κομπασμός, ὁ, das Großsprechen, Prahlen, Plut. Sull. 16.
-
2 κομπασμος
-
3 κομπασμός
κομπασμός, ὁ, das Großsprechen, Prahlen -
4 κομπασμός
ο хвастовство; бахвальство (разг) -
5 κομπασμός
[комбасмос] ουσ α хвастовство. -
6 κομπασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπασμός
-
7 κομπασμός
1) jactance2) vantardise -
8 Κομπασμώ
-
9 Κομπασμῷ
-
10 Κομπασμών
-
11 Κομπασμῶν
-
12 κομπασμώ
-
13 κομπασμῷ
-
14 κομπασμών
-
15 κομπασμῶν
-
16 κόμπος
Grammatical information: m.Meaning: `noise, clattering when something is struck, loud noise, ostentaion' (Il.).Compounds: Compp., e. g. ὑπέρ-κομπος `extremely noisy, ostentatious' (A., Men.).Derivatives: κομπώδης `ostentatious' (Th., Plu.), κομπός m. `resplendent, vaunting' (E.; on the accent Schwyzer 459), κομπηρός `sounding loudly' (Arist.-comm., sch.). Denomin.: 1. κομπέω `clash' (Μ 151), `strike (against)' (D. L.), usu.. `flaunt (with sthing), boast' (Pi.; on the formation Schwyzer 726 w. n. 5). 2. κομπάζω `flaunt, boast' (B. and A.), `strike (a pot), to try its quality' (pap.) with κομπάσματα pl. (rarely sg.) `boasting' (A.), κομπασμός `ostentation' (Plu.), κομπασία `sounding, striking' (pap.), κομπαστής `parader' (Ph., Plu.) with κομπαστικός (Poll.), κόμπασος (Hdn.), Κομπασεύς `who would belong to the Κόμπος-district' (Ar.). 3. κομπόω (Pass.) `show off' (D. C.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: No etymology, prob. onomatopoetic; cf. on βόμβος, κόναβος and κόμβα. Wrong IE. interpretations in Bq. Fur. 380 compares κόναβος without the vowel, for which I see no basis.Page in Frisk: 1,909-910Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόμπος
См. также в других словарях:
κομπασμός — ο (Α κομπασμός) [κομπάζω] κόμπασμα, καυχησιολογία … Dictionary of Greek
κομπασμός — ο το να κομπάζει κανείς, καυχησιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κομπασμῶν — Κομπασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπασμῶν — κομπασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπασμῷ — Κομπασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπασμῷ — κομπασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζόνευμα — το (Α ἀλαζόνευμα) [ἀλαζονεύομαι] 1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση 2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια … Dictionary of Greek
αύχη — αὔχη, η (Α) καύχηση, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχώ ( έω) «καυχιέμαι, περηφανεύομαι), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
αύχησις — αὔχησις, η (Α) [αυχώ] καύχηση, κομπασμός … Dictionary of Greek
καμάρι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 45 κάτ.) της Αμοργού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 325 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.… … Dictionary of Greek
καμάρωμα — το (AM καμάρωμα) [καμαρώνω] 1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση 2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.) νεοελλ. το … Dictionary of Greek