-
1 κόμμ'
κόμμα, κόμμαstamp: neut nom /voc /acc sgκόμμι, κόμμιgum: neut nom /voc /acc sg -
2 κομματίας
Aκόμμα 11.3
) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομματίας
-
3 κομματικός
A consisting of short clauses,μικρὰ καὶ κ. ἐρωτήματα Luc.
Bis Acc.28;εἶδος τοῦ λόγου Hermog.Id.1.9
, cf. 1.1. Adv. -κῶς D.H.Dem.39
;κ. καὶ γοργῶς Eust.200.33
.II κομματικόν (sc. μέλος), τό, = κομμός (A), Poll.4.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομματικός
-
4 κομμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμάτιον
-
5 κομμίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμίδιον
-
6 κομμιδώδης
κομμ-ῐδώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμιδώδης
-
7 κομμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμίζω
-
8 κομμιώδης
κομμ-ιώδης, ες,A = κομμιδώδης, Arist. HA 628b27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμιώδης
-
9 κομμόω
-
10 κομμώ
-
11 κόμμωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόμμωμα
-
12 κόμμωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόμμωσις
-
13 κομμωτής
A dresser, esp. hairdresser, in pl., Arr.Epict.2.23.14, Them.Or.20.238a; beautifier, embellisher, τινος Luc.Merc.Cond.32: metaph., : abs., Gal.Thras.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμωτής
-
14 κομμωτικός
A of or for embellishment,ἄσκησις Luc.Am.9
;ποικιλία Them.Or.24.303c
;τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434
, cf. UP1.9: ἡ -κή (sc. τέχνη ) the art of embellishment, Pl.Grg. 463b, Phld.Rh.2.183 S.: metaph., of style,κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. Hermog.Id.1.12
, cf. 9, Them.Or.24.303c. Adv. -κῶς, ἔχειν Sch.Ar.Pl. 1064.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμωτικός
-
15 κομμώτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμώτρια
-
16 κομμώτριον
κομμ-ώτριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμώτριον
-
17 κομμῶ
κομμ-ῶ· πλεκτάναι, Hsch.
См. также в других словарях:
κόμμ' — κόμμα , κόμμα stamp neut nom/voc/acc sg κόμμι , κόμμι gum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμιδώδης — κομμιδώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμ ίδ ιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. ασβεστ ώδης, γρανιτ ώδης)] … Dictionary of Greek
κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek