Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κομμ-όω

См. также в других словарях:

  • κόμμ' — κόμμα , κόμμα stamp neut nom/voc/acc sg κόμμι , κόμμι gum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμιδώδης — κομμιδώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμ ίδ ιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. ασβεστ ώδης, γρανιτ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»