-
1 κομματικός
-
2 βιβλιάριο(ν)
τό1) см. βιβλιαράκι; 2) билет, книжка (документ);κομματικό βιβλιάριο(ν) — партийный билет;
ατομικό βιβλιάριο(ν) воен. — солдатская книжка;
εργατικό βιβλιάριο(ν) — трудовая книжка;
βιβλιάριο(ν) ταμιευτηρίου — сберегательная книжка;
βιβλιάριο(ν) υγείας — а) медицинская книжка (свидетельство о допущении к работе поваров, официантов и т. п.); — б) жёлтый билет;
3) записная книжка -
3 βιβλιάριο(ν)
τό1) см. βιβλιαράκι; 2) билет, книжка (документ);κομματικό βιβλιάριο(ν) — партийный билет;
ατομικό βιβλιάριο(ν) воен. — солдатская книжка;
εργατικό βιβλιάριο(ν) — трудовая книжка;
βιβλιάριο(ν) ταμιευτηρίου — сберегательная книжка;
βιβλιάριο(ν) υγείας — а) медицинская книжка (свидетельство о допущении к работе поваров, официантов и т. п.); — б) жёлтый билет;
3) записная книжка -
4 γραφείο(ν)
τό1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;
πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;
στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;
4) (чаще πλ.) управление, ведомство;τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);
τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;
5) бюро (исполнительный и руководящий орган);πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;
κομματικό γραφείο(ν) — партийное бюро
-
5 γραφείο(ν)
τό1) письменный стол; бюро; секретер; 2) (рабочий) кабинет; 3) бюро, контора, канцелярия;γραφείο(ν) διευθύνσεων — адресный стол;
πληροφοριών — информационное бюро; — справочное бюро;τεχνικό ( — или μηχανολογικό) γραφείο(ν) — конструкторское бюро;
στρατολογικό γραφείο(ν) — призывной, вербовочный пункт;
4) (чаще πλ.) управление, ведомство;τα γραφεία της εφημερίδας — редакция газеты (помещение);
τα γραφεί της κεντρικής Επιτροπές — здание ЦК;
5) бюро (исполнительный и руководящий орган);πολιτικό γραφείο(ν) — политическое бюро, политбюро;
κομματικό γραφείο(ν) — партийное бюро
См. также в других словарях:
Καρντέλι, Έντβαρντ — (Edvard Kardelj, Λιουμπλιάνα 1910 – 1979). Σλοβένος πολιτικός, θεωρητικός του μαρξισμού. Νέος εντάχθηκε στην Ένωση Κομουνιστικών Νεολαιών της Γιουγκοσλαβίας (1926) και, αργότερα, έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος (ΚΚ). Αποφοίτησε από το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κομματίζω — 1. βάζω κάποιον σε κόμμα, κάνω κάποιον κομματικό 2. μέσ. κομματίζομαι α) είμαι ή γίνομαι φανατικός οπαδός ενός κόμματος β) (κυρίως για δημόσιο λειτουργό) κρίνω και ενεργώ σύμφωνα με το συμφέρον τού κόμματος στο οποίο ανήκω ενώ η δεοντολογία και… … Dictionary of Greek
κομματικός — ή, ό (AM κομματικός, ή, όν) [κόμμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση») 2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδας μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
παλαιοκομματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα κομματικό κατεστημένο το οποίο δρα στα πλαίσια ενός κόμματος βασισμένου σε οπισθοδρομικές αρχές, σε συντηρητικά και καιροσκοπικά πρότυπα, και που αρνείται τις σύγχρονες πολιτικές αρχές και αντιλήψεις … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Μουγκάμπε, Ρόμπερτ Γκάμπριελ — (Robert Gabriel Mugabe, Κουτάμα 1924 –). Πολιτικός της Ζιμπάμπουε (πρώην Ροδεσίας), πρωθυπουργός (1980 87) και πρόεδρος (1987 ) της ίδιας χώρας. Σπούδασε παιδαγωγικά σε πανεπιστήμια της Νότιας Αφρικής, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε ως καθηγητής σε… … Dictionary of Greek