-
1 κομιστηρ
См. также в других словарях:
κομιστήρ — κομιστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω] αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός … Dictionary of Greek
κομιστήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιστῆρας — κομιστήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιστῆρες — κομιστήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
κομίστρια — κομίστρια, ἡ (Α) βλ. κομιστήρ … Dictionary of Greek