Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κολόβωμα

См. также в других словарях:

  • κολόβωμα — the part taken away in mutilation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόβωμα — το (AM κολόβωμα) [κολοβώ] 1. ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα («οὐδέν τι τῶν ζῴων ἐλλιπὲς ἔχον μόριον ἐκ κολοβώματος ἐθύετο», Τζέτζ.) 2. το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει μετά τον ακρωτηριασμό …   Dictionary of Greek

  • κολόβωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κολοβώνω, ακρωτηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοβωμάτων — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβώματα — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβώματι — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβώματος — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • Colobom — Angeborene Spaltbildung an der Iris Klassifikation nach …   Deutsch Wikipedia

  • Kolobom — Angeborene Spaltbildung an der Iris …   Deutsch Wikipedia

  • εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»