Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κολοβότης

См. также в других словарях:

  • κολοβότης — κολοβότης, ητος, ή (AM) [κολοβός] ατέλεια στην ανάπτυξη («στίγματα καὶ κολοβότητες καὶ οὐλαὶ τοῡ λοιποῡ σώματος», Πλούτ.) αρχ. φρ. «κολοβότης πνεύματος» ομιλία χωρίς αναπνοή, κοντανάσεμα …   Dictionary of Greek

  • κολοβότης — stuntedness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβότητα — κολοβότης stuntedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβότητες — κολοβότης stuntedness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»