-
1 κολαστειρα
См. также в других словарях:
κολάστειραν — κολάστειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήρ — κολαστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κολάστειρα και κολάστρια (Α) κολαστής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. βλασ τήρ, στεγασ τήρ)] … Dictionary of Greek