-
1 κολύμφατος
κολύμφατος, ὁ, eine Pflanze, die feuchten Grund anzeigt, auch κολύμβατος, Geopon.
-
2 κολύμφατος
κολύμφατος, ὁ, eine Pflanze, die feuchten Grund anzeigt -
3 κολύμβατος
κολύμβατος, ἡ, v. l. für κολύμφατος.
См. также в других словарях:
κολύμφατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»] … Dictionary of Greek
κολύμβατος — κολύμβατος, ἡ (Μ) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολύμφατος] … Dictionary of Greek