-
1 κολύμφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολύμφατος
-
2 κολύμφατος
Grammatical information: ?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: So a plant, identical with κολύμβατος (s. κόλυμβος), with the well known Pre-Greek variation.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολύμφατος
См. также в других словарях:
κολύμφατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»] … Dictionary of Greek
κολύμβατος — κολύμβατος, ἡ (Μ) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολύμφατος] … Dictionary of Greek