-
1 κολυμβήθρα
κολυμβήθρα κ. κολυμπήθρα ηкупель – специальная большая чаша, предназначенная для крещения детей и взрослых;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель (упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и Луки)Этим.< дргр. κολυμβώ «нырять, погружаться»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κολυμβήθρα
-
2 κολυμβηθρα
-
3 κολυμβήθρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολυμβήθρα
-
4 κολυμβήθρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολυμβήθρα
-
5 κολυμβήθρα
η церк, купель -
6 κολυμβήθρα
купальня, бассейн.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κολυμβήθρα
-
7 κολυμβήθρα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κολυμβήθρα
-
8 κολυμπήθρα
κολυμβήθρα κ. κολυμπήθρα ηкупель – специальная большая чаша, предназначенная для крещения детей и взрослых;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель (упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и Луки)Этим.< дргр. κολυμβώ «нырять, погружаться»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κολυμπήθρα
-
9 επιλεγω
I[λέγω III] (aor. ἐπέλεξα)1) (после чего-л. или при чем-л.) говорить, (к сказанному) добавлять, присовокуплять(λόγον τόνδε Her.; τεκμήρια Thuc.; τινί τι Xen.; φωνήν τινος Arst.)
ἐπιλέγεται δέ τις καὴ μῦθος ὡς … Arst. — к этому добавляется еще басня о том, как …2) приписывать(τινί τι и τινὴ ὅτι … Arst.)
3) тж. med. называть по имени, именовать(τοὺς ἐναγέας Her.; κιθαρῳδικοὺς τοὺς νόμους Plat.; κολυμβήθρα ἥ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊοτὴ Βηθσαϊδά NT.)
μηδ΄ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ΄ ἄλοχον Aesch. — и не называй меня супругой АгамемнонаII[λέγω II]1) преимущ. med. выбирать, избирать(τῶν ἀρίστων ὁμιλίην Her.; med. τοὺς βελτίστους τῶν εἱλώτων Thuc.; πεντακισχιλίους Σπαρτιατῶν Plut.)
2) med. ( о войске) набирать(στρατιώτιδας γυναῖκας Diod.)
3) med. раздумывать, размышлять, обдумывать(ταῦτα Her., Plut.)
4) med. думать, заботиться(τὰ πρήγματά τινος Her.)
οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος μή τις ἐπανασταίη Her. — нисколько не опасаясь, что кто-л. поднимет восстание;πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι χρῆμα Her. — учитывая, что случиться может всякое5) med. прочитывать(τὸ βιβλίον, τὰ γράμματα Her.)
-
10 Σιλωάμ
Σιλωάμ ηСилоам – Силоамский источник на юго-восточной стороне Иерусалима;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель, находившаяся при Силоамском источнике. Упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и ЛукиЭтим.< евр. siloah «водный источник» -
11 2861
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2861
См. также в других словарях:
κολυμβήθρα — κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc/acc dual κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθρᾳ — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθρα — κολυμβήθρα, η και κολυμπήθρα, η ιερό σκεύος, μέσα στο οποίο βαφτίζονται οι χριστιανόπαιδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
κολυμβήθρας — κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem acc pl κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραι — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραν — κολυμβήθρᾱν , κολυμβήθρα place for diving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβηθρῶν — κολυμβήθρα place for diving fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβῆθραι — κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραις — κολυμβήθρα place for diving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek