Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κολπ-όω

См. также в других словарях:

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • καρδιωδυνία — η πόνος τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία, υπερ ωδυνία. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • κραυγίας — κραυγίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα ίας (πρβλ. κολπ ίας, κοχλ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κυκλίσκος — κυκλίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κύκλος 2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος 3. στρογγυλό στίγμα 4. μικρή στρογγυλή πίτα 5. χάπι 6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος 7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • προτονίσκος — ο, Ν ναυτ. μικρός αφαιρετός πρότονος τής στήλης τού ιστού λέμβου, που απολήγει στο άκρο τού δορατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ κολπ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • υποκόλπιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ.… …   Dictionary of Greek

  • φαλλωδυνία — η, Ν ιατρ. νευραλγία τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία] …   Dictionary of Greek

  • colpeurynter — Med. (kɒlpjʊˈrɪntə(r)) [f. Gr. κόλπ ος bosom, womb + *εὐρυντήρ, agent n. f. εὐρύν ειν to widen, dilate.] An instrument for dilating the vagina. in Syd. Soc. Lex …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»