-
1 κολπ-αβρός
κολπ-αβρός, mit weichem, zartem Busen, ion. für κολφαβρός, Eust. 1745, 60; aber der Accent ist auffallend.
-
2 κολπ-ώδης
-
3 κολπαβρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολπαβρός
-
4 κολπάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολπάριον
-
5 κολπίας
2 name of a wind, blowing from the gulf, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Ach.Tat.Intr.Arat. 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολπίας
-
6 κολπίζω
A form into a bosom or fold, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολπίζω
-
7 κολπίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολπίτης
-
8 κολπόω
A form into a swelling fold; esp. make a sail belly,πνοιῇ.. λίνα κολπώσαντες AP9.363.10
(Mel.);ἄνεμος κ. τὴν ὀθόνην Luc.VH 1.9
; χιτῶνας κολπώσαντες τῷ ἀνέμῳ, καθάπερ ἱστία ib.13:—[voice] Pass., swell out, of membranes, Hp.Nat.Puer.16;κολποῦται ὑμὴν φυσώμενος Arist.HA 510b32
; of Europa's garment, Mosch.2.129;κολποῦται Ζέφυρος εἰς ὀθόνας AP10.5
(Thyill.); of a bay, curve, Plb.34.11.5: Medic., contain a sinus, Heliod. ap. Orib.44.8.22: metaph.in [tense] pf. part. [voice] Pass., κεκολπωμένος turgid, of style, D.H.Dem.19. -
9 κολπώδης
κολπ-ώδης, ες,II metaph., oflanguage, turgid,μηδὲν ἔχειν κ. D.H.Dem. 18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολπώδης
-
10 κόλπωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλπωμα
-
11 κόλπωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλπωσις
-
12 κολπωτός
A formed into folds,χιτῶνες Plu.2.173c
; κολπωτὰν ὀθόναισι.. τρόπιν ἰθύνεσκον with swelling sails, Hymn.Is.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολπωτός
-
13 κολπαβρός
κολπ-αβρός, mit weichem, zartem Busen -
14 κολπώδης
κολπ-ώδης, ες, = κολποειδής; auch übertr. vom Stil: weitschweifig -
15 κολπωδης
-
16 κόλυθρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλυθρον
См. также в других словарях:
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
καρδιωδυνία — η πόνος τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία, υπερ ωδυνία. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κραυγίας — κραυγίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα ίας (πρβλ. κολπ ίας, κοχλ ίας)] … Dictionary of Greek
κυκλίσκος — κυκλίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κύκλος 2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος 3. στρογγυλό στίγμα 4. μικρή στρογγυλή πίτα 5. χάπι 6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος 7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
προτονίσκος — ο, Ν ναυτ. μικρός αφαιρετός πρότονος τής στήλης τού ιστού λέμβου, που απολήγει στο άκρο τού δορατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ κολπ ίσκος)] … Dictionary of Greek
υποκόλπιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ.… … Dictionary of Greek
φαλλωδυνία — η, Ν ιατρ. νευραλγία τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία] … Dictionary of Greek
colpeurynter — Med. (kɒlpjʊˈrɪntə(r)) [f. Gr. κόλπ ος bosom, womb + *εὐρυντήρ, agent n. f. εὐρύν ειν to widen, dilate.] An instrument for dilating the vagina. in Syd. Soc. Lex … Useful english dictionary