См. также в других словарях:
κομήεις — κομήεις, εσσα, εν (Α) πολύφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, κολλ ήεις)] … Dictionary of Greek
κομήεις — κομήεις, εσσα, εν (Α) πολύφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, κολλ ήεις)] … Dictionary of Greek