-
1 κόλασμα
-
2 κολασμα
-
3 κόλασμα
κόλασμαchastisement: neut nom /voc /acc sg -
4 κόλασμα
κόλασμα, τό, Züchtigung, Strafe -
5 κόλασμα
τό1) грех, прегрешение; 2) грешная мысль -
6 κόλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλασμα
-
7 κολασμάτων
κόλασμαchastisement: neut gen pl -
8 κολάσματα
κόλασμαchastisement: neut nom /voc /acc pl -
9 κολάσματι
κόλασμαchastisement: neut dat sg -
10 κολασμος
-
11 κολαστηριον
τό1) орудие наказания или пытки(μανικὸν καὴ βάρβαρον Plut.)
2) место наказания Luc.3) Xen. = κόλασμα См. κολασμα -
12 ζηλο-μανής
ζηλο-μανής, ές, vor Eifersucht rasend, Ἄρης Nonn. D. 41, 211; κόλασμα Agath. 14 (V, 218).
-
13 ζηλομανης
-
14 ζηλομανής
ζηλο-μᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλομανής
-
15 κολαστήριος
κολ-αστήριος, ον,A = κολαστικός, δύναμις Ph.1.269, al.II Subst. κολαστήριον, τό, house of correction, Luc.Nec.14, VH2.30.3 = κόλασμα, X.Mem.1.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολαστήριος
См. также в других словарях:
κόλασμα — chastisement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) … Dictionary of Greek
κόλασμα — το, ατος αμάρτημα, πονηρή σκέψη, η παρακίνηση σε αμαρτία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολασμάτων — κόλασμα chastisement neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάσματα — κόλασμα chastisement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάσματι — κόλασμα chastisement neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα … Deutsch Wikipedia
κολαστής — ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.) 2. βασανιστής νεοελλ. αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα … Dictionary of Greek