-
1 κολαπτήρ
-
2 κολαπτηρ
-
3 κολαπτήρ
κολαπτήρ, ῆρος, ὁ, Meißel zum Eingraben in Stein -
4 κολαπτήρ
A chisel, IG11(2).199A86 (Delos, iii B.C.), 7.3073.132 (Lebad.), Plu.2.350d, Luc.Somn.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολαπτήρ
-
5 κολαπτήρα
-
6 κολαπτῆρα
-
7 κολαπτήρας
-
8 κολαπτῆρας
-
9 κολαπτήρες
-
10 κολαπτῆρες
-
11 κολαπτήρσι
-
12 κολαπτῆρσι
-
13 κολαπτήρσιν
-
14 κολαπτῆρσιν
-
15 κολάπτω
Grammatical information: v.Meaning: `peck (of birds), strike, carve, engrave' (IA., Aeol.).Other forms: Aor. κολάψαι,Derivatives: ἐγ-, ἐκ-κόλαψις `cut in, out' (inscr., Arist.), ἐγ-κόλαμμα `inscription' (LXX, Priene), ( ἐγ-)κολαπτός `carved out' (inscr., LXX); κολαπτήρ m. `chisel' with δια-κολαπτηρίζω `engrave with a chisel' (Lebadeia); also as compound of δόρυ and κολάπτειν with - της-, δρυ(ο)-κολάπτ-[τ]ης `woodpecker' (Ar., Arist.; further s. δρῦς), thus κρᾱνο-κολάπτης name of a venomenous spider (Philum.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On κόλαφος s. v. Ending as in σκάπτω, δαρδάπτω, κόπτω (with labial of the root) and perhaps built after these as replacement of a disyllabic root-verb, which is preserved in Lith. kalù, kálti `forge, hammer', OCS koljǫ, klati `σφάττειν', Russ. колоть `sting, split, chop', IE. * kolh₂-. Several words have been connected with this root in Greek, s. κόλος, κελεός, κλάω, but see s. vv. Cf. Pok. 545f. * kelH-. - The other languages have no labial enlargement. Best is to assume that it is derived from κόλαφος, which seems quite possible.Page in Frisk: 1,896-897Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολάπτω
См. также в других словарях:
κολαπτῆρα — κολαπτήρ chisel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαπτῆρας — κολαπτήρ chisel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαπτῆρες — κολαπτήρ chisel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαπτῆρσι — κολαπτήρ chisel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαπτῆρσιν — κολαπτήρ chisel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek
κολαπτήρας — ο (Α κολαπτήρ, ῆρος) σιδερένιο εργαλείο τών γλυπτών με το οποίο γίνεται η σμίλευση, τού μαρμάρου, γλυφίδα, γλύφανο, σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάπτω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. καθαρ τήρ, καλυπ τήρ)] … Dictionary of Greek