Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κολαπτήρ

См. также в других словарях:

  • κολαπτῆρα — κολαπτήρ chisel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρας — κολαπτήρ chisel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρες — κολαπτήρ chisel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρσι — κολαπτήρ chisel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρσιν — κολαπτήρ chisel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

  • κολαπτήρας — ο (Α κολαπτήρ, ῆρος) σιδερένιο εργαλείο τών γλυπτών με το οποίο γίνεται η σμίλευση, τού μαρμάρου, γλυφίδα, γλύφανο, σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάπτω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. καθαρ τήρ, καλυπ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»