-
1 κολακεία
κολακείᾱ, κολακείαflattery: fem nom /voc /acc dualκολακείᾱ, κολακείαflattery: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κολακείᾱͅ, κολακείαflattery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κολακεια
ἥ лесть, заискивание, угодничество(πλουσίων Arst.; ἐν λόγῳ NT.)
κολακείαν ποιεῖσθαι Aeschin. — заискивать, льстить -
3 κολακεία
κολακεία, ας, ἡ (s. next entry; edd. also-ία; Pla.+; Philod. [Περὶ κολακείας: RhM n.F. 56, 1901, 623]; SIG 889, 30 κολακείᾳ; PLond V, 1727, 24; TestAbr A [-ία]; Philo; Jos., Bell. 4, 231, Ant. 16, 301. On the spelling s. B-D-F §23; W-S. §5, 13c; Mlt-H. 339) flattery λόγος κολακείας flattering words 1 Th 2:5.—JLofberg, The Sycophant-Parasite: ClPh 15, 1920, 71.—DELG s.v. κόλαξ. M-M. TW. Spicq. -
4 κολακεία
-
5 κολακεία
κολακεία, ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei -
6 κολακείᾳ
Βλ. λ. κολακεία -
7 κολακεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολακεία
-
8 κολακεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολακεία
-
9 κολακεία
η, κολάκε(υ)μα τό лесть; заискивание; угодничество; подхалимство -
10 κολακεία
лесть, заискивание, угодничество, ласкательство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κολακεία
-
11 κολακεία
[колакиа] ουσ. Θ. лесть.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολακεία
-
12 κολακεία
[колакиа] ουσ θ лесть. -
13 κολακεία
κολᾰκ-εία, ἡ,A flattery, fawning, Democr.268, Pl.R. 590b, Grg. 463c, 465b, Thphr.Char.2, etc.;πολλὴν κολακείαν πεποίηται Aeschin.3.162
, cf.Cic.Att.13.27.1; περὶ κολακείας, title of treatise by Phld.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολακεία
-
14 κολακεία
лаcкањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κολακεία
-
15 κολακεία
1) adulation2) flatterie -
16 yaltaklık
κολακεία -
17 flatterie
κολακεία -
18 κολακείας
κολακείᾱς, κολακείαflattery: fem acc plκολακείᾱς, κολακείαflattery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 κολακείαι
κολακείᾱͅ, κολακείαflattery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 κολακείαν
κολακείᾱν, κολακείαflattery: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείην — κολακεία flattery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)