-
1 πλουσιών
πλουσιάωpres part act masc voc sgπλουσιάωpres part act neut nom /voc /acc sgπλουσιάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic) -
2 πλουσιῶν
πλουσιάωpres part act masc voc sgπλουσιάωpres part act neut nom /voc /acc sgπλουσιάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic) -
3 πλουσίων
πλούσιοςwealthy: fem gen plπλούσιοςwealthy: masc /neut gen plπλουσιάωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)πλουσιάωimperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
4 πταῖσμα
πταῖσμα, τό, Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn. 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 149, μικρὸν πταῖσμα πάντα ἀνεχαίτισε, Dem. 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, Aesch. 3, 164; Folgde, wie Luc. pro laps. 1; τὰ πλουσίων πταίσματα, Hdn. 7, 3, 11.
-
5 παρ-ωθέω
παρ-ωθέω (s. ὠϑέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασϑαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσϑαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσϑαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων ϑύρας ἀλλήλους παρωϑούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
-
6 κτερίσματα
κτερίσματα, τά, = κτέρεα, alles zur feierlichen Bestattung eines Todten Gehörige; μή μ' ἀτιμάσητέ γε, ἀλλ' ἐν τάφοισι ϑέσϑε κἀν κτερίσμασιν Soph. O. C. 1412; – auch = die Todtenopfer; τοῦ γὰρ ἀνϑρώπων ποτ' ἦν τὰ πολλὰ πατρὸς πρὸς τάφον κτερίσματα El. 919, vgl. 426; εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων Eur. Troad. 1249, vgl. Hel. 1407.
-
7 κατα-φρονέω
κατα-φρονέω, 1) gering denken von Einem, ihn verachten; gew. τινός, z. B. υῶν ϑεῶν Eur. Bacch. 199; Plat. Gorg. 527 c u. öfter, sowohl von Personen als von Sachen, wie Folgde; εἴς τι, in Beziehung auf Etwas, Xen. Hell. 7, 4, 29; abs., Thuc. 2, 11; τὸ καταφρονοῦν, die Verachtung, D. Hal. 5, 44; auch τινά, καταφρονεῖ με καὶ Θήβας ὅδε Eur. Bacch. 503; τοὺς βύστακας μὴ καταφρόνει Antiphan. bei Ath. IV, 143 a; τοὺς ἐπιόντας Thuc. 6, 34; Luc. Dem. enc. 5. – Auch pass., ὅταν καταφρονῶνται οἱ πένητες ὑπὸ τῶν πλουσίων Plat. Rep. VIII, 556 d; καταφρονηϑῆναι Phaedr. 239 b, wie Dem. 40, 2; fut. dazu sowohl καταφρονήσομαι, Plat. Hipp. mai. 281 c, als καταφρονηϑήσομαι, Isocr. 6, 95. – 2) im Sinne haben, worauf, woran denken; καταφρονήσας τὴν τυραννίδα Her. 1, 59; καταφρονήσαντες Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι 1, 66, vgl. 8, 10. – Hippocr. auch = bei Besinnung sein, zur Besinnung, zu Verstande kommen. – Καταφρονητέον, man muß verachten, Ath. XIV, 625 d.
-
8 εὐ-δαίμων
εὐ-δαίμων, ον, eigtl. der einen guten Dämon hat, der ihn geleitet; beglückt, glückselig, Hes. O. 824 u. Folgde überall; begütert, reich, Pind., ἀνήρ, Κυρήνη, P. 10, 22. 4, 267 (so auch Sp. oft von Städten, namentlich von Athen, Her. 8, 111, in Xen. An. oft πόλις μεγάλη τε καὶ εὐδαίμων); πότμος, βίοτος, Ol. 2, 20 N. 7, 100; Aesch. Κῠρος, ἀνήρ, Pers. 754 Ag. 516 u. öfter; εὐδαίμονες, οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών Soph. Ant. 578; Ἀϑῆναι O. C. 283; ὄλβος O. R. 1197; βίον ἔχειν εὐδαίμονα Eur. I. T. 915; Ἑλλάς, Θησέως χώρα, 1482 Tr. 209; εὐδαίμονα πράσσειν El. 1359; im Ggstz von εὐτυχής, Med. 1230; Ἥρη Ar. Av. 1741, wie ϑεός Plat. Tim. 34 b Phaedr. 247 a; ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδ. Plat. Rep. I, 354 a; οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐδ. Prot. 316 b, auf den Besitz gehend; τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν Phil. 11 d; τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι Rep. III, 406 c; Her. ὃς ἐκ π ολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν εἰς πτωχηΐην ἀπῖκται 3, 14, aus dem Reichthum in Armuth gerathen; Ggstz ἄϑλιος, Plat. Gorg. 471 c, wie Arist. eth. 1, 13; – τὸ εὔδαιμον, das Glück, Thuc. 2, 23. – C. gen., εὐδ. ὁ ἀνὴρ ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων Plat. Phaed. 58 e. – Von Thieren, τὰ κτήνη εὐδαίμ ονα ποιεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 14. – Adv., εὐδαιμόνως, z. B. πράττειν, Ar. Plut. 802; οἰκεῖν, Plat. Polit. 301 d; ζῆν, oft, u. Folgde; εὐδαιμονέστερον διάγειν, Xen. An. 3, 1, 43.
-
9 ὑπό-χρεως
ὑπό-χρεως, ων, gen. ω, verschuldet; Ar. Nubl. 242; κλῆρος Is. 10, 16; οὐσία ib. 17; im Ggstz von ἐλεύϑερος Pol. 27, 6,12; τῶν πλουσίων, Schuldner, Plut. Sol. 13. – Uebh. verpflichtet, verbindlich, ὑπόχρεως φιλίας καὶ χάριτος, wegen genossener Liebe u. Huld verpflichtet od. zu Liebe u. Dank verpflichtet, Plut. Pomp. 76; vgl. Pol. 4, 51, 2. 9, 29, 7; auch τῇ μεγίστῃ χάριτι γεγονότες ὑπόχρεοι ἐκείνοις, 22, 2,10.
-
10 θηρευτης
-
11 κολακεια
ἥ лесть, заискивание, угодничество(πλουσίων Arst.; ἐν λόγῳ NT.)
κολακείαν ποιεῖσθαι Aeschin. — заискивать, льстить -
12 υποχρεως
2, gen. ω1) обремененный долгами Arph.ὑ. τῶν πλουσίων Plut. — оказавшийся в долговой кабале у богачей;
ὑπόχρεων πεποιηκέναι τέν οὐσίαν Polyb. — обременить долгами (свое) имущество2) зависимый(τινι Polyb.)
ὑ. πρός τι Polyb. — зависимый в отношении чего-л.3) обязанныйὑ. χάριτος Plut. или τῇ χάριτί τινι Polyb. — обязанный благодарностью кому-л.
-
13 πλούσιος
-α,-ον + A 1-4-7-19-25=56 Gn 13,2; 1 Sm 2,10; 2 Sm 12,1.2.4πλουσιώτερον richer Wis 8,5 -
14 гувернёр
-а α.παιδαγωγός στις οικογένειες των πλουσίων. -
15 имущий
επ.εύπορος, ευκατάστατος• πλούσιος•-ие классы οι εύπορες τάζεις•
власть -их η εξουσία των πλουσίων.
-
16 διανέμω
A- νεμήσω App.BC5.3
: [tense] aor.διένειμα X.Cyr.4.5.45
, etc.; [tense] aor. regul. -ένειμα, but inf.διανεμῆσαι Did.
in D.9.21: [tense] pf.- νενέμηκα X.Cyr.4.5.45
:—distribute, apportion,τοῖς μὲν τιμάς, τοῖς δὲ ἀτιμίας Pl.Lg. 830e
, etc.;ἐπὶ τὰ αὑτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα Id.Tht. 194d
; δ. μέρη divide into portions, Id.Lg. 756c, cf. Ti. 35b; ; δ. ἑαυτόν distribute oneself among friends, Arist.EN 1171a3; δ. ἴσον αὑτόν [ὁ Πλοῦτος] Ar.Pl. 510; the distributor,Arist.
EN 1136b26; assign, Pl.Cra. 430b, Arist.Cael. 306b31:—[voice] Med., divide among themselves,τὰ κοινά And.1.135
; ;δ. τὰ τῶν πλουσίων Arist.Pol. 1281a15
; alsoδιανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς Pl.Com.153.2
:—[voice] Pass.,δ. εἰς τὸν λαόν
to be spread abroad,Act.Ap.
4.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανέμω
-
17 θηρευτής
A hunter, used by Hom. (only in Il.) always as Adj., κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν hounds and huntsmen, Il.12.41;ἐν κυσὶ θηρευτῇσι 11.325
; soθ. ἄνδρες Hes.Sc. 303
, 388;κύνες Thgn.1254
, X.Ages.9.6: as Subst., Hdt.1.123, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 XXi14; of a fisher, Hdt.2.70; θ. πέρδιξ a decoy partridge, Arist.HA 614a10;θ. ἰξός
birdlime,AP
5.99.2 metaph.,θ. νέων καὶ πλουσίων Pl.Sph. 231d
, cf. Chor.p.67 B.;καλλίστων ὀνομάτων Ath.3.122c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτής
-
18 θύρα
Aθυρέων Archil.127
, Hdt.1.9:— door, Il.24.317, etc.: freq. in pl. of double or folding doors,θ. δικλίδες Od.17.267
;θ. φαειναί 6.19
, al.;θυρῶν ζεῦγος καινῶν IG12.313.123
, cf. 4.1488.25(Epid.); ἡ δεξιὰ θ. the right valve, ib.22.1457.16; θ. μονόθυρος ib.1627.418; θύραι λίθιναι (including the framework) ib. 12.372.195; θύραι αὔλειαι, v. αὔλειος; ἡ θ. ἡ εἰς τὸν κῆπον φέρονσα D. 47.53, cf.κηπαῖος 11
; rarely for πύλαι, gates, Plu.Cat.Mi.65; of the carceres in the Roman circus, barriers, Tab.Defix.Aud.187.59. —Phrases: προσθεῖναι τὰς θ., προστιθέναι τὴν θ., Hdt.3.78, Lys.1.13;ἐπισπάσαι X.HG6.4.36
; , Pl.Prt. 314d;ἐφέλκεσθαι Luc.Am.16
; τὴν θ. βαλανοῦν, μοχλοῦν, bar the door, Ar. Fr. 251, 369; θύραν κόπτειν, πατάσσειν, κρούειν, knock, rap at the door, Id.Nu. 132, Ra.38, Pl.Prt. 310b; ἀράττειν, ἐπαράξαι, Ar.Ec. 977, Pl.Prt. 314d; τὴν θ. ἀνοιγνύναι open it, v. ἀνοίγνυμι; ὦσαι push it open, Lys.1.24; μικρὸν ἐνδοῦναι open it a little, Plu.2.597d;δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι στῆναι Od.1.255
;ἷζε δ' ἐπὶ.. οὐδοῦ ἔντοσθε θυράων 17.339
;θυρῶν ἔνδον S.El.78
; πρὸ θυρῶν ib. 109(anap.); ἐπί or παρὰ Πριάμοιο θύρῃσι at Priam's door, i.e. before his dwelling, Il.2.788, 7.346: metaph.,ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος εἶναι X. An.6.5.23
, cf. D.10.34;τῆς πατρίδος Plu.Sull.29
, Arat.37;ἐπὶ θύραις τῆς Πίσης Philostr.VA8.15
; πυρετοῦ περὶ θύρας ὄντος being at the door, Plu.2.128f (butχειμῶνος ἐπὶ θύραις ὄντος Phlp.in Mete.130.25
).2 esp. of kings and potentates, οἱ τῶν ἀρίστων Περσῶν παῖδες ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις παιδεύονται are educated at court, X.An.1.9.3; γυνὴ φοιτῶσα ἐπὶ τὰς θύρας τοῦ βασιλέος, of a petitioner, Hdt.3.119, cf. X.An.2.1.8; αἱ ἐπὶ τὰς θ. φοιτήσεις dangling after the court, Id.HG1.6.7;ἐπὶ ταῖς τῶν πλουσίων θ. διατρίβειν Arist. Rh. 1391a12
;περὶ θύρας διατρίβειν Id.Pol. 1313b7
, Theopomp.Hist. 121; applied also to lovers, clients, disciples, etc., ἐπὶ τὴν θύραν (or τὰς θύρας) τινὸς βαδίζειν, ἰέναι, etc., Ar.Pl. 1007, Pl.R. 364b, cf. Phdr. 233e, etc.;ἐπὶ ταῖσι θύραις ἀεὶ καθῆσθαι Ar.Nu. 467
: metaph.,Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θ. ἀφικέσθαι Pl.Phdr. 245a
.3 prov.,γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Thgn.421
; οὐδέποτ' ἴσχει θ., of admirers of the Demos, Eup.265; ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the very door, 'there's many a slip 'twixt cup and lip', Arist.Rh. 1363a7; τίς ἂν θύρας ἁμάρτοι; Id.Metaph. 993b5;λόγος δικαστηρίου ἢ ἀγορᾶς οὐδὲ θύρας ἰδών D.H.Dem.23
; τὸ κατὰ θύραν τερπνόν vulgar pleasures, Eun.VSp.496 B.;παρὰ θύραν πλανᾶσθαι S.E.M.1.43
; ἐκ θυρῶν εὐθέως τῆς.. ἀκροάσεως at the very beginning, Olymp.in Mete. 2.1.4 shutter of a window,τὰς θ. τὰς ἐπὶ τῶν θυρίδων IG12(5).872.37
([place name] Tenos), cf. 22.1668.60.5 pl., door of a chariot, X.Cyr. 6.4.9.6 pl., axle-trees, Poll.1.146 (v.l. εὑραί).7 θύρη καταπακτή trap- door, Hdt.5.16.8 frame of planks, raft, Id.2.96; φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοισι with hurdles and logs, Id.8.51, cf. Th.6.101.9 in war, fenced works to obstruct landingparties, in pl., Ph.Bel.94.37, 100.7.II generally, entrance, as to a grotto, in pl., Od.9.243, al.2 sluice-gate, PPetr.3p.134: pl., ib.2p.41 (iii B.C.).III metaph., senses, as the entrances to the soul, ap. Stob.3.6.17;ἐγγὺς τοῦ στόματος ἡ καρδία, ἡ δὲ ψυχὴ τῶν θ. Aristaenet.2.7
. (I.-E. dhur-, cf. Lat. foras, fores, OE. duru 'door', etc.) -
19 πλεονεξία
A greediness, assumption, arrogance,τῶν Σπαρτιητέων ἡ π. Hdt.7.149
, cf. And.4.13, Th.3.82, Isoc.12.240, Pl. R. 359c, X.HG3.5.15; π. συγγενική wrong done to one's kin, Iamb. VP24.108.II advantage, Isoc.4.183, 15.275, D.23.128: pl.,αἱ ἐν τῷ πολέμῳ π. Isoc.3.22
, etc.; αἱ π. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι, X.Cyn.13.10; ἐπὶ πλεονεξίᾳ with a view to one's own advantage, Th.3.84, X.Mem.1.6.12; μετὰ πλεονεξίας τινὸς ἀγωνίζεσθαι πρὸς [τὰ θηρία] Id.Cyr.1.6.28; excellences,Plot.
4.6.3.3 gain derived from a thing, ;αἱ π. τῶν πλουσίων
undue gains,Arist.
Pol. 1297a11, cf. Pl.R. 586b;π. ἔκ τινος Plb.6.56.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονεξία
-
20 πλουσιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλουσιάω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλουσιῶν — πλουσιάω pres part act masc voc sg πλουσιάω pres part act neut nom/voc/acc sg πλουσιάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek