-
1 yaltaklık
κολακεία -
2 flatterie
κολακεία -
3 yaltaklanma
κολακεία, τσιριμόνια -
4 лесть
-
5 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
6 зайскивание
зайскива||ниес ἡ γαλιφιά, ἡ κολακεία (лесть)/ή δουλοπρέπεια (раболепство). -
7 лесть
лестьж ἡ κολακεία, ἡ γαλιφιά, τό καλοπιασμα -
8 подхалимаж
подхалим||ажм разг ἡ κολακεία. -
9 подхалимство
подхалим||ствос ἡ κολακεία. -
10 adulation
[ædju'leiʃən](foolishly excessive praise: The teenager's adulation of the pop-group worried her parents.) τυφλή αφοσίωση, κολακεία -
11 flattery
noun (insincere praise.) κολακεία -
12 лесть
[λιέστ"] ουσ. θ. κολακεία -
13 лесть
[λιέστ"] ουσ. θ. κολακεία -
14 лесть
[λιέστ"] ουσ θ κολακεία -
15 лесть
[λιέστ"] ουσ θ κολακεία -
16 аллилуйщина
-ы θ.υπερβολική κολακεία, λιβάνισμα. -
17 вкрадчивость
-и θ.κολακεία, θωπεία, γαλιφιά, μαλαγανιά. -
18 вкрасться
-адусь, -адешься, παρλθ. χρ. вкрался, -лась, -лось, ρ.σ.εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, λαθραία, κλέφτικα•вор -лся в дом ο κλέφτης μπήκε κρυφά στο σπίτι.
|| μτφ. εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, υπεισέρχομαι, περνώ απαρατήρητα•в статью -лись опечатки στο άρθρο πέρασαν απαρατήρητα τυπογραφικά λάθη.
εκφρ.вкрасться в доверие ή в милость – αποχτώ την εμπιστοσύνη με κολακεία, πονηριά. -
19 выманить
-аню, -анишь, ρ.σ.μ.1. καλώ, βγάζω έξω γνέφοντας.2. (απλ.) απατώ, παίρνω με απάτη, πονηριά, κολακεία• αποσπώ•выманить обещание αποσπώ με πονηριά υπόσχεση•
выманить деньги αποσπώ χρήματα με δόλο.
-
20 заискивание
-я ουδ.κολακεία, γαλιφιά, καλόπιασμα• μαλαγανιά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείην — κολακεία flattery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)